Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Ανώμαλη προσγείωση


Φυσάει. Είχε σκοτεινιάσει από νωρίς. Ρουφούσε τα χιλιόμετρα αμείλικτα το ένα μετά το άλλο, σε έναν δρόμο προκαθορισμένο, σε μία διαδρομή πεπατημένη. Ίδιος δρόμος, ίδια διαδρομή, ίδια οχήματα να προσπερνούν το ένα το άλλο Ουσιαστικά ίδια αλλά διαφορετικά. Εξαρτάται από που το βλέπεις το πράγμα σκέφτηκε και κάρφωσε το βλέμμα του στο κέντρο του δρόμου.

Πίστευε πως όλα συμβαίνουν για έναν λόγο και ήθελε να τον ανακαλύψει αλλιώς δεν μπορούσε να ησυχάσει. Γενικότερα δεν μπορούσε να ησυχάσει ή για να το θέσουμε καλύτερα δεν ήθελε. Κάθε πράγμα που έκανε έπρεπε πρώτα να έχει αξιολογηθεί, ταξινομηθεί και αναλυθεί πολύπλευρα αλλιώς ένιωθε πως ήταν αναίτιο και αδικαιολόγητο. Μέσα στο κεφάλι του άκουσε την ίδια φωνή να τον στον γνωστό μονόλογο που δεν επιδέχεται διαλόγου:

Γιατί με ψάχνεις πάλι; Ίσως επειδή οι δρόμοι μας μοιάζουν ίδιοι και αυτές οι φιδογυριστές στροφές και οι ευθείες της ασφάλτου ορίζουν την πορεία μας.

Μια πορεία αντίθετη,του βορά και του νότου μα με ένα κοινό σημείο. Την μοναξιά.

Εκάστοτε ο δρόμος μπορεί να είναι διαφορετικός μα η πορεία η ίδια.
Μόνο που εγώ, όχι σαν εσένα, δεν ξέχασα και πλήρωσα τα "διόδια",
αυτά της ντροπής, με το μοναδικό αντίτιμο που τους αρμόζει. Τα δάκρυα.

Με ένα ολόγιομο φεγγάρι, μάρτυρα αιώνιο του άδικου και του δικαίου
να μας κοιτά από ψηλά και να γελά.

Να γελά με των ανθρώπων τα καμώματα που βιάστηκαν υπό το φως του να ορκιστούν
αγάπη, πίστη και αφοσίωση.

Ω ναι, γελά όταν ο νυχτερινός ουρανός είναι γιομάτος σύννεφα
και το φεγγάρι κρύβεται από πίσω τους παραμονεύοντας.
Και σαν λησμονήσουν τους όρκους και τις υποσχέσεις τους
γελάει με το ασημί χαμόγελο του.

Όταν ανταμώσουμε στην πορεία αυτή,
των διαφορετικών δρόμων, σε μέρη σκοτεινά και έρημα,
σαν την ψυχή μας δηλαδή, ξυπνάμε για μια στιγμή
από του ταξιδιού τον ζαλισμένο ύπνο
και νιώθουμε οικεία, σαν το σπίτι μας.

Τώρα που είπα σπίτι προσπαθώ να θυμηθώ την διεύθυνση.
Θυμάμαι τον αριθμό και μπερδεύω την οδό.
Παραμυθιού και ονείρου; Ρεαλισμού και εφιάλτη;
Δεν ξέρω πια, εξάλλου πάντα απέφευγα
τις γωνίες, εκτός αν είχα την πλάτη μου
στραμμένη προς αυτές.

Τα συναισθήματα ανάμεικτα. Μια αλλόκοτη χαρά τον κατέκλυζε αυτές τις στιγμές. Του άρεσε η ποίηση αλλά όσες φορές και αν προσπάθησε να την εφαρμόσει στην ζωή του το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Τι και να στα αυτιά του ηχούσαν δυνατοί στοίχοι, νεράιδες και σπηλιές.

"Ήταν ένας νέος ωχρός. Καθόταν στο πεζοδρόμιο. Χειμώνας, κρύωνε. Τι περιμένεις του λέω; Τον άλλον αιώνα, μου λέει".

Και ο άλλος αιώνας ήρθε και δεν άλλαξε τίποτα. Τίποτα ουσιαστικό τουλάχιστον. Κατέληξε πως ένα από τα δύο πράγματα  συμβαίνουν. Η ποίηση δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα ή εμείς δεν είμαστε άξιοι να βιώσουμε αληθινές καταστάσεις. Τι ήταν άραγε καλύτερο απ' το άλλο; Και τα δύο καταδίκη του φαίνονταν.

"Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων, αλλά... αλλά ποιος σήμερα ν'αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς".

Φυσάει, ο δρόμος στενεύει. Η διαδρομή δεν του φαίνεται και τόσο πεπατημένη πια. Τι είναι η ποίηση χωρίς λίγο δράμα;

"Sos, sos, sos, sos Φυσάει ἀπόψε φυσάει "
"τρέχουν οἱ δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει, "
" κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες φυσάει,"
" μὲς στὶς κιθάρες φυσάει."
"Δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου φυσάει,"
"δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου"

Τώρα είναι ξεκάθαρο, ο μόνος τρόπος να ξεφύγει από την πεπατημένη είναι μια στραβοτιμονιά. Κόβει όλο το τιμόνι δεξιά, οι τροχοί γρυλίζουν. Παλεύει να ανακτήσει τον έλεγχο. Νιώθει την αδρεναλίνη να τον κατακλύζει. Αύριο ίσως τα καταφέρει καλύτερα. Στο κάτω κάτω, τι είναι η ποίηση χωρίς λίγο δράμα;