Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Ο δύτης του μπλε φεγγαριού


Η σκέψη ότι τυπικά το καλοκαίρι και οι διακοπές τελείωσαν δεν ήταν διόλου ευχάριστες, παρηγορήθηκε στο γεγονός ότι είχε ακόμα μία μέρα και έπρεπε να κάνει ο,τι καλύτερο για να περάσει καλά. Εξάλλου δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι σήμερα είχε blue moon. Τίποτα δεν είναι τυχαίο και όλα γίνονται για έναν λόγο που δεν μπορούμε πάντα να εξηγήσουμε, έλεγε στον εαυτό του, σαν κάπως να μετρίαζε την πίκρα του για την ζωή με αυτές τις σκέψεις σαν να ξόρκιζε μια σκιά που του πλάκωνε το στήθος χωρίς ακριβώς να μπορεί να την προσδιορίσει.

Πολλά είχαν αλλάξει τον τελευταίο καιρό στην ζωή του και συχνά ένιωθε ανακούφιση αλλά και ενοχή  όταν νοσταλγούσε το παρελθόν. Μετά από την τελευταία μακροχρόνια σχέση του, που τελείωσε απότομα και με μεγάλο κρότο, ένιωθε παράξενα όταν φλέρταρε με γυναίκες, ίσως γιατί όπως πίστευε είχε ξεχάσει πώς γίνεται ή πιθανόν γιατί πάσχιζε να πείσει τον εαυτό του ότι ο ρομαντισμός δεν πέθανε γέρος, άρρωστος και μόνος χωρίς παρόντες στην ταφή του εκτός από ολίγους ποιητές και βασανισμένες ψυχές μοιρολογίστρες. 

Στο μυαλό του πάντα στροβιλίζονταν σκέψεις για την αφετηρία, την διαδρομή και το τέλος του ανθρώπου, σκέψεις που συχνά πυκνά τον σκοτείνιαζαν. Ποτέ όμως ο,τι και αν σκέφτηκε δεν πέρασε τα όρια της κοσμιότητας ούτε καταδίκασε, σαν άλλους, την ανθρωπότητα σε πύρινη κόλαση και αφανισμό. Αντιθέτως, σαν στοργικός πατέρας προσπάθησε να αγκαλιάσει και να συγχωρέσει τους αδύναμους που λυγώντας δεν άντεξαν τον χρόνο και την πίεση, αυτούς που ασχημόνησαν πάνω στις ψυχές των άλλων και όταν το μακάβριο έργο τους τελείωσε απομακρύνθηκαν, σαν χορτασμένα λιοντάρια, αφήνοντας το γεύμα τους να το αποτελειώσουν τα όρνια που δεν πήραν μεν καθόλου μέρος στο κυνήγι αλλά δε το ίδιο συνένοχα και ξεδιάντροπα γευμάτισαν με την σειρά τους. 

Ο διάολος κρύβεται στις λεπτομέρειες και εκεί δεν τα πήγαινε καθόλου καλά. Ήταν από αυτούς που έχουν να πουν πολλά, όσα τα βιβλία όλα έχουν γραμμένα, αλλά ένας κόμπος πάντα του έκλεινε τον λαιμό και δεν τον άφηνε να μιλήσει. Είχε αποτύχει να πιει μια σταγόνα από την πηγή που ξεδίψασαν οι μεγάλοι συγγραφείς, οι πνευματικοί αυτοί άνθρωποι που εις μάτην προσπαθούσαν να ξυπνήσουν τον κόσμο από τον λήθαργο του και καταπιάνονταν με όλες αυτές τις δύσκολες και επίπονες έννοιες της νόησης. Τι να το κάνεις αν ταξιδεύοντας  σε ατραπούς δύσκολους και κουραστικούς, βρεις την πηγή να ξεδιψάσεις αλλά λησμόνησες να φέρεις ένα δοχείο, να γεμίσεις με το νερό αυτό της λύτρωσης για το ταξίδι της επιστροφής σου; Όταν γυρίσεις στην αφετηρία σου θα είσαι όχι μόνο διψασμένος, πάλι, αλλά και δεν θα μπορέσεις να προσφέρεις ούτε μία σταγόνα σε αυτούς που συνάντησες στον δρόμο ούτε σε αυτούς που έκανες το ταξίδι για χάρη τους.

Είχε αρχίσει να βραδιάζει και παραδόθηκε στις σκέψεις της μοναξιάς του. Κάθισε στο παγκάκι που έβλεπε στην θάλασσα και περίμενε την ανατολή του φεγγαριού. Σαν έμπειρος δύτης της μοναξιάς προετοίμασε τον εαυτό του για άλλη μία- άκρως επικίνδυνη- βουτιά στην σελήνη που μεγαλόπρεπα σε λίγο θα έριχνε το φως της πάνω σε όλα τα πλάσματα του κόσμου. Κοίταξε γύρω του και δεν υπήρχε κανείς, μα στάσου, ίσως είναι και της φαντασίας του αλλά μια σιλουέτα αχνοφαίνονταν στο κάθισμα δίπλα του. Μια σιλουέτα απρόσκλητη και σιωπηλή που ίσως είναι εκεί αρκετή ώρα ώστε ακόμα και να άκουσε τις σκέψεις του. 

Το φεγγάρι έχει πια ανατείλει για τα καλά και φωτίζει την σιλουέτα με ένα περίεργο - σχεδόν ερωτικό - χρώμα. Ένα λουλούδι στα μαλλιά και η στάση του σώματος πρόδιδαν ότι είναι γυναίκα. 

- Ποια είσαι;
- Μια ύπαρξη που ήρθε να απολαύσει την Σελήνη όπως και εσύ. 
- Μου δίνεις την εντύπωση ότι σε ξέρω....
- Έχουμε συναντηθεί αλλά είναι δύσκολο να με θυμάσαι μιας και όταν συναντάς κάποιον στα όνειρα δεν μπορείς να θυμηθείς το πρόσωπο του. 
- Αν σε συνάντησα στα όνειρα πώς είναι δυνατόν να υπάρχεις και να είσαι εδώ μαζί μου;
- Αυτή είναι η μαγεία της Σελήνης, αυτή μου επιτρέπει να είμαι εδώ.

Δεν χρειαζόταν να ακούσει τίποτα άλλο, όταν γύρισε να τον κοιτάξει και είδε το φως του φεγγαριού που φώτιζε τα μάτια της, τα θυμήθηκε όλα. Θυμήθηκε όλα αυτά τα όνειρα, όλες τις φορές που προσπαθούσε να τον ηρεμήσει μετά από τους εφιάλτες του και την αγκαλιά της που τον έβαζε μέσα για να τον παρηγορήσει. 

Το μόνο που κατάφερε να κάνει είναι να ψελλίσει και να κλείσει τα μάτια του. 

- Ευχαριστώ που ήσουν πάντα εκεί για εμένα.

Δεν είπε τίποτα άλλο,  μόνο χαμογέλασε και έγειρε στον ώμο του δίνοντας του ένα γλυκό φιλί στον λαιμό. 

Όταν άνοιξε τα μάτια το φεγγάρι δέσποζε στο μέσο του ουρανού και η σιλουέτα είχε εξαφανιστεί. Σκέφτηκε ότι μόλις βίωσε το πιο ζωντανό όνειρο στην ζωή του. Προσπάθησε να καθίσει πιο άνετα στο παγκάκι και ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα στο χέρι του.  Ήταν το λουλούδι που είχε στα μαλλιά της. 

Έφερε το λουλούδι κοντά στο πρόσωπο του, πήρε μια βαθιά εισπνοή. Γέμισε με την μεθυστική μυρωδιά του και ένιωσε την υγρασία του στον λαιμό του. Ξαφνικά ένιωσε διαφορετικά, ο κόμπος στον λαιμό του λύθηκε. Γιατί να κάνεις ένα ολόκληρο ταξίδι για να βρεις την πηγή, όταν μία και μόνο σταγόνα από ένα λουλούδι που βούτηξε μέσα σε μια ρομαντική θάλασσα, μια νύχτα με μπλε φεγγάρι, είναι αρκετή. Σκέφτηκε και χαμογέλασε. Ήταν επιτέλους ελεύθερος.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Η χλωμή κούκλα

Γύρισε στο διαμέρισμα ξημερώματα, μόνη, ανεβαίνοντας τις σκάλες γρήγορα άκουγε τις πόρτες των άλλων ενοίκων να ξεκλειδώνουν. Είναι η ώρα για δουλειά σκέφτηκε και με ανακούφιση θυμήθηκε πως έχει ακόμα δύο βδομάδες άδεια. Πάντα ένιωθε τύψεις, για έναν ανεξήγητο λόγο όταν έπεφτε να κοιμηθεί ενώ ο κόσμος ξύπναγε για δουλειά, λες και έκανε κάποιο έγκλημα. Αυτή η αίσθηση του ανεκπλήρωτου και η πίεση του χαμένου χρόνου της δημιουργούσαν ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι. Είδε την αντανάκλαση του προσώπου της στον καθρέπτη του μπάνιου, ήταν χλωμή αλλά είναι λογικό γιατί η νύχτα ήταν έντονη και κουραστική.

Η χθεσινή βραδιά γύριζε μέσα στο κεφάλι της συγκεχυμένη και δεν είχε την δύναμη να σκεφτεί όλα αυτά που διαδραματίστηκαν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι για άλλη μία φορά αυτοεπιβεβαιώθηκε και ένιωσε αρεστή. Πάντα την βοηθούσε αυτό όταν οι σκέψεις μαζεύονταν στο κεφάλι της και ήταν στα πρόθυρα της αυτοκριτικής. Πόσο μισούσε αυτήν την λέξη - αυτοκριτική - και πόσο την απέφευγε. Έβρισκε παρηγοριά στις εφήμερες χαρές και στις επιφανειακές ερμηνείες των πραγμάτων διότι πίστευε ότι στην ζωή πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα όπως μας έρχονται και ότι κανένα ουσιαστικό έλεγχο δεν έχουμε πάνω τους.  Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Έπρεπε να ισορροπήσει.

Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μπει στο δωμάτιο του παιδιού. Όλα φαίνονταν καλά, κοιμόταν στο κρεβάτι του και παραδίπλα η μάνα της που είχε έρθει για να το προσέχει. Ένιωσε λίγο ενοχικά έτσι όπως το είδε να κοιμάται και δεν μπόρεσε να του πει μια καληνύχτα αλλά έδιωξε με μία τις σκέψεις αυτές. Χρειάζεται χρόνο και για εκείνη, πρέπει να ισορροπήσει. Πάντοτε έβαζε τον εαυτό της πάνω από όλα και κοιτώντας την μάνα της θυμήθηκε αρκετές από τις φορές που πέρναγε πάντα το δικό της ασχέτως αν ήταν σωστό ή λάθος .Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Έπρεπε να ισορροπήσει.

Εκείνη ήθελε να παντρευτεί αυτόν τον άνθρωπο ενώ όλοι της έλεγαν πως δεν κάνει για εκείνη. Όσο της έλεγαν ότι δεν ταιριάζουν τόσο αυτή ήθελε να είναι μαζί του. Δεν άντεξε πολύ αυτή η σχέση, κανείς από τους δύο δεν είχε μάθει να μοιράζεται και δεν ήξερε τι σημαίνει συντροφικότητα. Μάταια οι γύρω τους προσπαθούσαν να τους μιλήσουν και να τους λογικεύουν. Όσο προσπαθούσαν να τους συμβουλεύσουν τόσο αυτοί απομακρύνονταν. Τι ειρωνικό, με τον ίδιο τρόπο που παντρεύτηκαν με τον ίδιο τρόπο θα χωρίσουν.  Πρώτα έσπασε αυτός. Άρχισε να γυρνάει αργά στο σπίτι, να μην έχει όρεξη για τίποτα και η ζωή τους ήταν γεμάτη τσακωμούς και διαφωνίες. Μετά ήρθε και ο εγωισμός της να επισπεύσει τα γεγονότα. "Χάθηκε η μαγεία", "Δεν είμαι πια ερωτευμένη" έλεγε στον εαυτό της.  Το μόνο που της έχει μείνει από αυτόν τον γάμο είναι το παιδί που έκανε μαζί του. Ένα παιδί που ξαφνικά εκεί που είχε δύο γονείς βρέθηκε να μοιράζεται ανάμεσα στην Γιαγιά καθημερινά και τον πατέρα τα σαββατοκύριακα. Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Έπρεπε να ισορροπήσει.

Η δουλειά της περισσότερο δουλεία ήταν παρά ευχαρίστηση. Μετά από τον αρχικό ενθουσιασμό όλα ξέφτισαν. Δούλευε σε μία μεγάλη εταιρεία ως ιδιαιτέρα του διευθυντή. Ότι δεν έκανε ποτέ για τον άντρα της, για το παιδί της και για τον εαυτό της το έκανε για τον διευθυντή. Του έκλεινε τα ραντεβού, φρόντιζε να ήταν πάντα ευπαρουσίαστος, δεχόταν τα τηλεφωνήματα του, του υπενθύμιζε όλες τις γιορτές και τις σημαδιακές ημερομηνίες της προσωπικής και επαγγελματικής του ζωής καθώς και όλες τις άλλες ανιαρές εργασίες μιας γραμματέως .Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Έπρεπε να ισορροπήσει.

Δύο χρόνια έχουν περάσει από τότε που βγήκε το διαζύγιο, και βρέθηκαν αρκετοί άντρες να της επιβεβαιώσουν ότι περνάει η μπογιά της ακόμα. Οι περισσότεροι δεν ασχολήθηκαν σοβαρά μαζί της και όσοι πήγαν να το κάνουν αυτή τους διέλυσε κάθε ελπίδα. Ακόμα και στο πρώην της που τόσες φορές επιχείρησε να την πλησιάσει για να λύσουν όλες τις διαφορές τους και να ξαναπροσπαθήσουν δεν έδωσε καμία ευκαιρία.  Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Έπρεπε να ισορροπήσει.

Μόνο όταν έπεφτε να κοιμηθεί την πείραζε που δεν είχε μια αγκαλιά  και έναν άνθρωπο να μοιραστεί την ζωή της. Μόνο τότε ήταν αδύνατο να πετάξει τις σκέψεις αυτές από το μυαλό της. Πολλές φορές ήθελε να βγάλει μία κραυγή, για να ξορκίσει όλα αυτά που της έχουν συμβεί. Συνήθως σκεφτόταν να πάρει τηλέφωνο τον πρώην άνδρα της αλλά φρόντιζε να υπενθυμίζει στον εαυτό της όλα τα αρνητικά ώστε να μην το κάνει. Άλλες πάλι φορές άγγιζε το σώμα της και ένιωθε ότι είναι χτυπημένο παντού και την έκανε να αναρωτιέται αν τελικά η αλήθεια πονάει όπως λένε.  Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Έπρεπε να ισορροπήσει.

Ενώ την έπαιρνε ο ύπνος άρχισε να βλέπει ένα περίεργο όνειρο. Ήταν πρωί, οι άνθρωποι έτρεχαν να προλάβουν τις δουλειές τους, αυτή ήταν ακίνητη και χλωμή ντυμένη με φανταχτερά ρούχα και ένα μεγάλο καπέλο. Δεν έβλεπε την αντανάκλαση της σε καθρέπτη αλλά πάνω σε μία βιτρίνα. Οι άνθρωποι δεν περπατούσαν δίπλα της αλλά από την άλλη μεριά της βιτρίνας. Περίεργο σκέφτηκε, τόσοι άνθρωποι μέσα σε μία βιτρίνα; Προσπάθησε να κινηθεί αλλά ήταν αδύνατο. Συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν μέσα στην βιτρίνα και ήταν μία κούκλα ακίνητη και άψυχη που έβλεπε τους περαστικούς να περνούν βιαστικά. Οι περισσότεροι ούτε καν γύριζαν να την κοιτάξουν. Λίγο πριν κοιμηθεί βαθιά ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της όταν αναλογίστηκε πόσο εύκολα, τελικά, ισορροπεί μία χλωμή κούκλα σε μια βιτρίνα....αρκεί να χάσει την ψυχή της. 

Η Μάσκα του γέλιου

Γέλασε ξανά, με αυτόν τον μοναδικό τρόπο που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους άλλους. Είναι μερικά γέλια που βγαίνουν απευθείας μέσα από την καρδιά, αβίαστα, αληθινά και δυνατά. Του άρεσε να τα δίνει όλα όταν η παρέα έκανε ή έλεγε κάποιο αστείο καθώς πίστευε πως το γέλιο είναι θεραπευτικό και έδενε την παρέα περισσότερο. Πάντα σχολίαζε τα αστεία που έλεγαν οι άλλοι και συνήθως τους οδηγούσε σε περισσότερα γέλια, σπρωξίματα και προσπάθειες για γρήγορες ανάσες.

Σαράντα χρόνια φιλίας είχαν περάσει μεταξύ τους και όλοι είχαν δημιουργήσει οικογένειες εκτός από αυτόν. Πολλές φορές του έλεγαν "άντε να νοικοκυρευτείς και εσύ", "να γίνεις η ψυχή της φαμελιάς όπως και της παρέας" άλλες φορές του έκαναν νοητά προξενιά με υπαρκτές ή ανύπαρκτες γυναίκες για να δουν τις αντιδράσεις του και να καλαμπουρίσουν. Ήταν η ψυχή της παρέας και γι αυτό τον αγαπούσαν όλοι λίγο παραπάνω, πάντα θετικός και πάντα έτοιμος να ακούσει και να βοηθήσει τον καθένα σε όποιο πρόβλημα μπορεί να είχε.

Η παρέα σταμάτησε την ομιλία απολαμβάνοντας ένα τραγούδι που τους θύμιζε τα παλιά, έκαναν νόημα στο γκαρσόνι να τους φέρει και άλλο κρασί και βολεύτηκαν καλύτερα στις καρέκλες τους.
Κάτι τέτοιες βραδιές που έβγαινε η "αντροπαρέα" ήταν σαν να έφευγαν όλα τα χρόνια και η κούραση από πάνω τους. Σαν να ήταν πάλι φοιτητές και να έχουν όλο τον χρόνο μπροστά τους να μάθουν, να γευτούν και να ζήσουν. Πάνω στο επόμενο αστείο, πετάγεται ένας από την παρέα και του λέει ότι επιτέλους κατάλαβε γιατί έχει πάντα τόση διάθεση και γελάει τόσο αληθινά και δυνατά.  "Έχεις λιγότερες έννοιες ντε - στην ζωή - το τομάρι σου κουβαλάς μόνο". Τα μάτια του για μια στιγμή έκλεισαν, ένιωσε την αλήθεια να τον διαπερνά σαν σουβλί από άκρη σε άκρη. Ήταν η πρώτη φορά που γέλασε ψεύτικα, η πρώτη φορά στα σαράντα χρόνια φιλίας. Δεν ήθελε να χαλάσει το κέφι της παρέας για κανένα λόγο και πάντα όταν η συζήτηση σοβάρευε γύρω από το θέμα της αποκατάστασης του έβρισκε τρόπους ευγενικά να την αποφύγει.

Το υπόλοιπο της βραδιάς για αυτόν πέρασε αδιάφορα. Το μυαλό του είχε καρφωθεί σε αυτήν την φράση που άκουσε πριν. "Το τομάρι σου κουβαλάς μόνο". Γύρισε σπίτι μηχανικά, το κεφάλι του βούιζε σαν τρένο και σίγουρα δεν έφταιγε το κρασί. Ποτέ δεν ήθελε να επιβαρύνει τους φίλους του με τις σκέψεις του. Όταν ήταν μόνος, έβγαζε αυτήν την μάσκα του γέλιου και βυθιζόταν στις σκέψεις του. Έκανε τον απολογισμό του, προσπαθούσε να αναλύσει, εκ νέου, όλα αυτά που το μυαλό του δούλευε τόσα χρόνια μήπως κάτι του είχε ξεφύγει, σάμπως κάτι να μην είχε αξιολογήσει σωστά.

Μέσα στην ησυχία του έρημου σπιτιού φαντάστηκε ότι είναι γεμάτο από παιδικές φωνές και γέλια, στο βάθος μια γυναικεία φωνή να τον ρωτάει αν πέρασε καλά στην ταβέρνα. Σαστισμένος συνειδητοποίησε ότι ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει στο μάγουλο του, είχε να κλάψει πολλά χρόνια.
Στην ζωή ξεκίνησε κλαίγοντας και καταριώντας απλόχερα, τόσο πολύ που κάποια στιγμή στέρεψε το δάκρυ και του έμειναν οι κατάρες. Μετά από λίγο τελείωσαν και όλες οι κατάρες και εκτός από άνυδρος έγινε και βουβός.

Θα ήθελε να έχει κάποια σύντροφο στην ζωή του και γιατί όχι να έχει παιδιά αλλά η ζωή δεν του τα έφερε βολικά. Όσες σχέσεις και αν έκανε δεν προχώρησαν για λόγους που στους άλλους έμοιαζαν ακατανόητοι. Για αυτόν ο λόγος ήταν εμφανής, καμία δεν έκανε τον κόπο να σηκώσει αυτήν την μάσκα και να δει τι κρύβεται από κάτω. Εκτός από μία, που αυτός έδιωξε μακρυά γιατί ένιωσε ότι δεν της άξιζε. Τον μοναδικό άνθρωπο στον κόσμο που είχε πληγώσει και απογοητεύσει θέλοντας να τον προστατέψει από το σκοτάδι του.

Έχει πέσει στα γόνατα και έχει έχει παραδοθεί σε αναφιλητά, η μάσκα του γέλιου κείτεται δίπλα του τσακισμένη από την πολυκαιρία και την φθορά της χρήσης. Τον υπηρέτησε καλά τόσα χρόνια αλλά ποια δεν την χρειάζεται. Φαντάζεται ότι έτσι όπως είναι στο πάτωμα τα παιδιά του τρέχουν και πέφτουν πάνω του με ορμή για να παίξουν ενώ αυτός τα αγκαλιάζει και τα φυλάει.

Δεν είναι η ζωή που δεν του τα έφερε βολικά, είναι οι επιλογές του και το βάρος από το τομάρι που κουβαλάει τόσα χρόνια. Ανοίγει το συρτάρι και βγάζει την beretta-m9 που του άφησε ο πατέρας του όταν πέθανε πριν λίγα χρόνια. Από τότε που έδιωξε την μοναδική γυναίκα που τον καταλάβαινε έχει παραδώσει στον δικηγόρο του έναν φάκελο με γράμματα και επιθυμίες "για πάν ενδεχόμενο".

 Σκέφτεται αν έχει υποχρεώσεις και ανοικτά ζητήματα. Γελάει και τα δάκρυα του λιμνάζουν στα λακκάκια που δημιουργούνται κάτω από τα μάγουλα του.  Όλα τα ζητήματα ήταν κλειστά , όλες οι υποχρεώσεις τακτοποιημένες. Τραβώντας την σκανδάλη περνάει μια τελευταία σκέψη από το μυαλό του. "Εξάλλου .......το τομάρι μου κουβαλούσα μόνο.".



Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Οι Πολεμιστές του "ΕΓΩ"

Οι καλοκαιρινές νύχτες ήταν μαρτύριο. Δεν ήταν μόνο ο καύσωνας αλλά κυρίως ότι οι νύχτες ήταν σύντομες.  Για τους πολεμιστές, που μάχονταν μόνο νύχτα, αυτό σήμαινε λιγότερος χρόνος για  μάχη και περισσότερος χρόνος απραξίας την υπόλοιπη μέρα. 

Σαν τους έβλεπες μαζεμένους γύρω από τις φωτιές τους να κάθονται για ώρες σιωπηλοί, ασάλευτοι και ανέκφραστοι  εύκολα θα πίστευες ότι κοιμούνται.  Όσοι κατά τύχη τους βρήκαν το έσκασαν τρομαγμένοι από αυτό το θέαμα αλλά υπήρχαν και ελάχιστοι άλλοι που έμειναν και τάχθηκαν στην μελέτη και κατανόηση τους. Αυτούς δεν τους ξαναείδε ποτέ κανείς και φήμες γρήγορα διαδόθηκαν ότι έγιναν και αυτοί πολεμιστές σιωπηλοί, ασάλευτοι και ανέκφραστοι, κάθε βράδυ να κάθονται γύρω από τις φωτιές τους πολεμώντας και όταν χάραζε η μέρα, άεργοι και αυτοί, χάνονταν στην απραξία. 

Ο αντίπαλος ήταν παντοδύναμος και οι υποστηρικτές του πολλοί. Στρατιές ζούσαν μέσα σε μια ψευδαίσθηση που σαν πέπλο έπεφτε μπροστά στα μάτια τους και τους έκρυβε την αλήθεια. Οι Στρατηγοί του εχθρού, άριστοι γνώστες της τέχνης του πολέμου και της μεταχείρισης αυτού του δυναμικού, κατέστρωναν σχέδια για να εξαλείψουν τους πολεμιστές και ανενόχλητοι να συνεχίσουν να τους καταδυναστεύουν.

Ο πόλεμος αυτός ήταν παράξενος γιατί οι πολεμιστές αν και μάχονταν ενάντια στους ανθρώπους το έκαναν για να τους λυτρώσουν από τους δυνάστες Στρατηγούς. Πολεμούσαν για να τους συμφιλιώσουν με την αλήθεια, για να τους κάνουν να γνωρίσουν την θέση τους στον κόσμο και στο σύμπαν. Ένας άνισος αριθμητικά αγώνας ενάντια σε βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις αιώνων και ενάντια στην ίδια την φύση τους. Μία μάχη που αν ποτέ έφερνε την λύτρωση αυτή θα περιείχε και μία μεγάλη δόση απογοήτευσης. Τον απόλυτο έλεγχο των Στρατηγών πάνω στις μάζες αυτές τον συντηρούσαν προσεκτικά κατασκευασμένα παραμύθια, ψέμματα και κίβδηλα διλήμματα σχεδιασμένα να δίνουν μία ψευδαίσθηση επιλογών που ποτέ οι ίδιοι δεν όρισαν. Την ίδια στιγμή που  ένιωθαν ελεύθεροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι αυτή η "ελευθερία" τους έχει ουσιαστικά επιβληθεί και το λεπτό που κάποιοι από αυτούς να δυσφορούσαν για την κατάσταση τους αυτομάτως τους τόνωναν τον εγωισμό με ψευτορητορίες και γερές δόσεις ζαμανφουτισμού και αδιαφορίας.

 Οι πολεμιστές ήθελαν τους ανθρώπους σοφούς, αυτοδιάθετους, δημιουργικούς και σε αρμονία με το περιβάλλον τους. Γι αυτό μάχονταν, γι αυτό ανέχονταν τα ψεύδη και τις ύβρεις των Στρατηγών εναντίων τους και για αυτό δέχονταν να πληρώσουν με το μεγαλύτερο αντίτιμο, δίχως να βαρυθυμούν, τον θάνατο.

Ο θάνατος για τους πολεμιστές είναι διαφορετικός  Όταν ένας πολεμιστής πεθαίνει παύει να υπάρχει σε οποιαδήποτε μορφή και περνά στην λήθη. Τίποτα δεν τον συνδέει με τον κόσμο και τίποτα δεν αφήνει πίσω του γιατί αυτό που αντιπροσωπεύει είναι μία ιδέα. Αυτό ήταν το κύριο όπλο των Πολεμιστών για να τους ξυπνήσουν  από τον λήθαργο τους, η υπέρτατη θυσία και η απόδειξη της αγάπης χωρίς όρια και οφέλη.

  Ο θάνατος για τους ανθρώπους αν και αποτελεί το τέλος της  αυτοσυνείδησις, του επιτρέπεται εξ'ορισμού υπό μία μορφή να "διαιωνισθεί" και να μπολιάσει τους επόμενους, μέσω των απογόνων του και του έργου του. Την αλήθεια αυτή την είχαν κρύψει καλά οι Στρατηγοί, τους είχαν πείσει να φέρονται και να άγονται σαν να ζουν αιώνια.

Τα υψώματα σε αυτό το πεδίο της μάχης είχαν περίεργα ονόματα όπως "Αυτοσεβασμός", "Ειλικρίνεια", "Αγάπη", "Αλήθεια" και "Δικαιοσύνη", τους γκρεμούς και τα φαράγγια τα είχαν ονομάσει "Ιδιωτεία", "Εγωκεντρισμός", "Ψέμα" και "Αδικία". Οι δρόμοι που οδηγούσαν από τα μεν στα δε ήταν δύο, της "Αρετής" και της "Κακίας".  Σε αυτούς τους δρόμους λάμβανε χώρα, κάθε βράδυ, η μάχη ανάμεσα στους πολεμιστές και τους Στρατηγούς. Θα περίμενε κανείς να δει τα χέρια τους οπλισμένα,με παντοδύναμες και περίπλοκες μηχανές έτοιμες να σπείρουν αμείλικτα τον θάνατο από μακρυά μα κανείς δεν κράταγε όπλα ούτε είχε πληγές και αίμα δεν έρεε σε αυτό το πεδίο της μάχης.

Αυτός ο πόλεμος κρατεί για αιώνες και αν ποτέ τύχει και συναντήσεις έναν από αυτούς τους πολεμιστές μην τρομάξεις και μην τρέξεις μακρυά. Σίμωσε κοντά στην φωτιά του, κάθισε μαζί του - ακόμα και εχθροί που είσαστε θα σε καλοδεχθεί - κοίτα τον βαθιά στα μάτια με ειλικρίνεια και  ρώτησε τον την πορεία του και πώς έφτασε μέχρι εδώ. Θα δοκιμάσεις μια έκπληξη σαν σου πει πως ξεκίνησε ως άνθρωπος που κατάφερε να τραβήξει το πέπλο μπροστά από τα μάτια του ερχόμενος αντιμέτωπος με την αλήθεια. Ένας και μοναδικός δρόμος άνοιξε μπροστά του, να θυσιαστεί για να σώσει τους υπόλοιπους. Βλέπεις, για μια ιδέα, ένα ιδανικό και μια αλήθεια η θυσία είναι.....αυτονόητη.