Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Φύλακας Άγγελος


Ένα βάρος έφυγε από πάνω του καθώς σκέφτηκε την δύσκολη μέρα που τελείωνε. Η θέα ήταν εκπληκτική από το βουνό και όλη η πόλη είχε αρχίσει ήδη να φοράει τα νυχτερινά της στολίδια και να θαμποφέγγει ρυθμικά μπροστά από έναν κατακόκκινο ήλιο που βουτούσε με βιάση στην γραμμή του ορίζοντα. Άλλος ένας κύκλος ερχόταν στο τέλος του και αύριο θα άρχιζε πάλι αυτή η αιώνια εναλλαγή  του φωτός και του σκότους που καθόριζε την ζωή και τις συνήθειες των ζωντανών όντων.  Ο άνθρωπος , αν το θέλει, είναι όμως ευπροσάρμοστος και εκείνος το ήξερε καλά. Πάντα έρχονται νυχτιές σκοτεινές, κρύες και θυελλώδεις και τότε είναι που αναζητάς μια συντροφιά, κάποιον άλλον να μοιραστείς αυτήν την σκοτεινή ατμόσφαιρα μαζί του και να θαυμάσεις το μεγαλείο και την δύναμη της φύσης. Το δύσκολο είναι να μην ξεχάσεις αυτόν που μοιράστηκες την καταιγίδα μαζί του όταν έρθει η ξαστεριά.

Είχε πάλι αυτήν την αίσθηση, ότι κάθε φορά που βρίσκονταν σε αδιέξοδο κάποιος την κατάλληλη στιγμή παρενέβαινε για να τον βοηθήσει με τρόπους άμεσους ή έμμεσους. Σε κάθε κομβικό σημείο της ζωής του υπήρχε και ένας άνθρωπος που απροσδόκητα όχι μόνο εμφανίστηκε αλλά αδιαμαρτύρητα σήκωσε το βάρος του, τον στήριξε, του πρότεινε λύσεις, ανέχτηκε όλες τις σκοτεινές του σκέψεις και τα καπρίτσια του και μόλις διαπίστωσε πως όλα πήγαιναν κατ'ευχήν εξαφανίστηκε.  Όταν έβλεπε την ζωή του μεμονωμένα ήταν δύσκολο να τους διακρίνει αλλά μόλις έπαιρνε την θέση του παρατηρητή ο ρόλος τους ήταν διακριτός. Πολλά βράδια είχε μείνει ξάγρυπνος και προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτά τα πλάσματα, από που έρχονταν, αν ήταν άνθρωποι όπως εκείνος και ποια ήταν τα κίνητρα και τα κριτήρια τους. Ο ήλιος είχε εξαφανιστεί πλέον από τον ορίζοντα και ένα δροσερό αεράκι άρχισε να κατεβαίνει παιχνιδίζοντας στην πλαγιά. 

Η σκέψη του ταξίδεψε σε εκείνον που γνώρισε τυχαία προχθές σε ένα μπαρ να πίνει το ένα ποτό μετά το άλλο έχοντας ένα αξιολύπητο και δυστυχισμένο βλέμμα. Στην αρχή σκέφτηκε να καθίσει κάπου αλλού γιατί το τελευταίο που επιθυμούσε ήταν μια συζήτηση με κάποιον μεθυσμένο αλλά καθώς τον παρατηρούσε να πίνει καταλάβαινε ότι δεν μεγάλωνε η μέθη του αλλά η λύπη του. Αποφάσισε να του πιάσει κουβέντα. 

- Καλησπέρα, θέλεις παρέα;  
- Δεν είμαι και πολύ καλή παρέα σήμερα αλλά αν θέλεις ελεύθερα.
- Με λένε.....  
- Δεν θέλω να μάθω πως σε λένε, εγώ είμαι ο Τάκης. 
- Εντάξει όπως θέλεις.
- Θα σε φωνάζω όπως έχω ανάγκη, θα σε φωνάζω "Φίλε μου"...

Πίνοντας ο Τάκης άρχισε να λέει την ιστορία του σαν να ήταν ο καλύτερος του φίλος και του ζήτησε να μην τον διακόψει μέχρι να τελειώσει. Ήταν σαράντα πέντε χρονών, διευθυντής σε μία μεγάλη και γνωστή εταιρεία. Παντρεμένος 17 χρόνια με τρία παιδιά και όλα πήγαιναν για αυτόν καλά μέχρι πριν ένα χρόνο. Η εταιρεία δεν πήγαινε τόσο καλά και οι πωλήσεις είχαν πέσει. Εκείνος είχε την ζωή του κομμένη και ραμμένη στα λεφτά που έπαιρνε τις καλές εποχές και τώρα άρχισε να ζορίζεται. Τα παιδιά του ήταν σε ηλικία σπουδών και οι ανάγκες ήταν αυξημένες. Εκείνο το απόγευμα ανακάλυψε ότι η γυναίκα του είχε εξωσυζυγική σχέση με τον καλύτερο του φίλο και ήταν έτοιμη να καταθέσει αίτηση διαζυγίου. Ένιωθε προδομένος από όλους και όλα.  Του έλεγε για την μάταια ζωή και ότι δεν έβρισκε κανένα νόημα, για όλο τον χαμένο χρόνο και κόπο που έδωσε σε ασήμαντα και εγωιστικά πράγματα αντί να κοιτάει τα ουσιαστικά, για τις ατελείωτες ώρες που πέρναγε στην δουλειά αντί με τα παιδιά του. Το ένα μπουκάλι αντικατέστησε το άλλο και οι εξομολογήσεις έπεφταν βροχή. Όσο μίλαγε ο Τάκης τόσο έπαιρνε κουράγιο να πει και άλλα, όσο έβλεπε τον συνομιλητή του να συμπάσχει  τόσο μεγάλωνε η εμπιστοσύνη του και κατέθετε όλα αυτά που κουβάλαγε μέσα του λες και βιαζόταν να αποτίσει φόρο τιμής σε κάποιον ξεχασμένο ήρωα της ιστορίας πριν πεθάνει και ο τελευταίος που τον θυμόταν. 

 Για τον Τάκη αυτός είχε γίνει πραγματικά ο φίλος του ο αδελφικός, αυτός που δεν θα πήγαινε ποτέ με την γυναίκα του, αυτός που θα έπρεπε να ήταν εκεί τώρα να του τείνει τον ώμο του και να του χτυπάει την πλάτη. Όταν έφτασε την ιστορία στο παρόν είπε μόνο ότι είχε σκοπό να αφαιρέσει την ζωή του και του έδειξε ένα colt που είχε μέσα στο σακάκι του. Τραυλίζοντας μόνο είπε "Τώρα φίλε μου, σε ακούω, μπορείς να μου πεις ότι θέλεις"  και τον κοίταξε στα μάτια λες και η ίδια του η ζωή κρέμονταν από αυτά που θα του έλεγε. 

Υπήρχαν τόσα πολλά να του πει και τόσες θεωρίες να του αναλύσει μα προτίμησε να αφήσει την καρδιά του να του μιλήσει. Σηκώθηκε, πήγε μπροστά του και τον αγκάλιασε. Τον αγκάλιασε σαν να ήταν ο αδελφός του, όπως ο πατέρας αγκαλιάζει το παιδί του. Μια αγκαλιά ζεστή, αληθινή και ανθρώπινη. Του ψιθύρισε στο αυτί αυτές τις λίγες λέξεις. "Τάκη, τώρα που κατάλαβες το νόημα της ζωής και τι έχει αξία πιστεύεις ότι η συνέχεια είναι ο θάνατος; Τώρα, αδελφέ μου, πρέπει να αρχίσεις να ζεις."

Είχε πια ξημερώσει όταν βγήκαν μαζί παραπατώντας από το μπαρ και σταμάτησαν ένα ταξί. Έβαλε μέσα τον Τάκη και έμεινε στον δρόμο κοιτώντας το ταξί που χάθηκε στην στροφή. Ένιωσε να τον πλημμυρίζει μία αισιοδοξία και μία ελπίδα για την μέρα που ήρθε. "Σκοτάδι και φως, κανένα δεν θα είχε αξία και νόημα χωρίς το άλλο" σκέφτηκε και πήρε τον δρόμο για το σπίτι. 

Εκεί τελείωσε η γνωριμία του με τον Τάκη που ίσως δεν τον ξαναδεί ποτέ στην ζωή του ίσως και όχι αλλά που σίγουρα δεν πρόκειται να τον ξεχάσει. Κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα του, τέντωσε τα πόδια του και άρχισε να σκέφτεται για άλλη μία φορά τα παράξενα πλάσματα, αυτά που εμφανίζονται στην ζωή των άλλων ξαφνικά και τους βοηθούν με τρόπους διαφορετικούς, περίεργους αλλά ουσιαστικούς. "Που να ήταν άραγε αυτά όταν πόναγε ο Τάκης;" Διέκρινε για μία στιγμή στην τζαμαρία την αντανάκλαση του. "Τελικά, εμείς είμαστε..." μονολόγησε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του. 

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Ανάσα ελευθερίας


Έκλεισε το τηλέφωνο με δύναμη λέγοντας κάποια "γαλλικά". Ένιωθε το σφυγμό να χτυπάει στους κροτάφους του δυνατά, χωρίς έλεος, όπως ένας μανιώδης αναγνώστης γυρνάει σελίδα μετά από σελίδα ένα μυθιστόρημα που του αρέσει. Το δικό του μυθιστόρημα σίγουρα δεν ήταν από αυτά που έχουν καλό τέλος αλλά η ιδέα ότι αλλάζει σελίδα του μετρίαζε την κακή διάθεση. Στο μυαλό του έβαζε και τα τελευταία στοιχεία σε τάξη. Σημασία έχουν όλες οι προεκτάσεις και οι εξηγήσεις, όλα αυτά τα αίτια και τα αιτιατά που αν τα βάλει κάποιος κάτω, σαν παζλ, απομυθοποιούν ανθρώπους, κηλιδώνουν προσωπικότητες και διαλύουν αγάπες και έρωτες εν ριπή οφθαλμού.

Θα ήθελε να ήταν λίγο περισσότερο σαδιστής, να μπορούσε να αντλεί αυτήν την, σχεδόν ηδονική, ευχαρίστηση με το να τυραννάει συνειδητά όλους αυτούς που επιλέγουν την ταπείνωση, την κοροϊδία και το ψέμα αλλά είχε μια άλλη άποψη για την εκδίκηση. Δεν χρειαζόταν πραγματικά να κάνει τίποτα, οι άλλοι τα έκαναν όλα μόνοι τους και με τις ίδιες τις πράξεις τους οδηγούνταν σε μονοπάτια που η λέξη εκδίκηση ήταν αδόκιμη και η λέξη μαρτύριο φαινόταν λίγη.  Στο μυαλό του αντηχούσαν οι λέξεις που του είπε πριν από λίγο στο τηλέφωνο αυτή η κάποτε τόσο οικεία και αγαπημένη γυναικεία φωνή και που τώρα για αυτόν ήταν ξένη, άγνωστη και αδιάφορη. Λέξεις που και εκείνος σκεφτόταν αρκετό καιρό. Έκλεισε τα μάτια και μπήκε σε έναν φωναχτό μονόλογο.

Αυτό είναι το τίμημα όταν έχεις επαφές με ανθρώπους που είναι εγωκεντρικοί και ανίκανοι να φιλοσοφήσουν την ζωή τους έστω και λίγο. Μπορεί να είναι καλοί, - με τον πρόχειρο ορισμό ότι δεν κάνουν συνήθως κακό στους άλλους - στοργικοί, υπομονετικοί με τα δικά τους μέτρα και σταθμά αλλά ο κοινός παρανομαστής είναι ότι τα κάνουν όλα αυτά για τον εαυτό τους. Σαν τον τεμπέλη γεωργό που καλλιεργεί την γη ίσα ίσα να βγάλει αυτά που χρειάζεται για να μην πεθάνει της πείνας και μετά ραχατεύει μέχρι τον επόμενο χρόνο παίζοντας τάβλι στο καφενείο. Αν τον ζορίσεις και λίγο, θα σου πει ότι κάνει και καλό γιατί δεν κουράζει την γη, να έχει δυνάμεις για του...χρόνου. Δικαιολογίες. Τι ωραία λέξη. Παίρνει και πολλά επίθετα: φθηνές, κακές, χαζές, ψεύτικες κ.λ.π. 

Του ήταν μεγάλο βάρος ότι εδώ και πολύ καιρό πια δεν την θαύμαζε. Τον πονούσε γιατί αποδείχθηκε πως κανένα ιδανικό από αυτά που διαλαλούσε, διέθετε. Πως τα λόγια ήταν κούφια και τις αγάπες τις παίρνει ο άνεμος. Τον τελευταίο καιρό η διαφορά στην συμπεριφορά της ήταν εμφανής αλλά εκείνος δεν έκανε τίποτα για να την σταματήσει. Σαν κάθε νάρκισσος που "σέβεται" τον εαυτό του έτσι και εκείνη είχε συναντήσει έναν καινούργιο "θαυμαστή" που φρόντιζε συχνά πυκνά να της τονώνει το εγώ της και να την φλερτάρει. Στην αρχή ήταν διστακτική μετά ο εγωισμός ανέλαβε και φρόντισε να βρει για τον εαυτό της όλες αυτές τις δικαιολογίες που χρειάζονταν για τα λόγια και τις μετέπειτα πράξεις της. Οποιοσδήποτε άλλος θα σκεφτόταν ότι αυτή ήταν μια εξαίσια ευκαιρία να απαλλαγεί από αυτήν την κατάσταση όμως υπήρχε ένα πρόβλημα. Όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχθεί, είχε αισθήματα για αυτήν την γυναίκα. Ίσως όχι για αυτό που ήταν εκείνη την στιγμή μιας και όλοι μπορεί να έχουμε τα πάνω και τα κάτω μας, σίγουρα όχι και για αυτό που θα μεταμορφωνόταν σε λίγο. Είχε αισθήματα για αυτό που θα μπορούσε να είναι αν το είχε επιλέξει. Για όλες τις ωραίες στιγμές και τις φορές που έλαμπε κάνοντας σχέδια για το ένα και για το άλλο.  Όλα αυτά περιμένει ο πιο ύπουλος και επικίνδυνος εχθρός μας, ο εαυτός μας, να μας πάρει μακρυά. 

Οι μέρες και οι νύχτες, ζεστές, περνούσαν αργά. Ο Ιούλης ήταν στα φόρτε του και έπρεπε να ετοιμαστεί για ένα επαγγελματικό ταξίδι. Η δουλειά ήταν πάντα το καλύτερο φάρμακο για να μην σκέφτεται συνέχεια. Τουλάχιστον για να μην σκέφτεται εκείνην. Κάθε μέρα που πέρναγε ένιωθε και πιο άβολα μιας και δεν είχαν επικοινωνήσει για πάνω από είκοσι μέρες. Το πήρε απόφαση ότι θα την έπαιρνε εκείνος για να μάθει πως είναι. Ακούστηκε η φωνή της έκπληκτη από την άλλη μεριά. Ενστικτωδώς όλες αυτές οι αόρατες πληροφορίες της φωνής, η χροιά, το βάθος, το τρέμουλο, η ενοχή πλημμύρισαν το κεφάλι του. Ήξερε πως όλα είναι χαμένα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα δεν θα κάνει αυτό που πρέπει. Της μίλησε, την ρώτησε αν είναι καλά. Περίμενε να του πει την αλήθεια, αφού δεν μπόρεσε στην αρχή ας του την έλεγε τουλάχιστον τώρα, ο κάθε άνθρωπος δικαιούται την αλήθεια άλλωστε, αλλά εις μάτην. Εκνευρίστηκε και έκλεισε το τηλέφωνο. Βυθίστηκε σε μια θλίψη που είχε να νοιώσει πολλά χρόνια. Αυτή η γνώριμη πικρή γεύση που σου αφήνει στο στόμα η απογοήτευση των ανθρώπων. Όλα γκρεμίστηκαν, ακόμα και η τελευταία καλή εικόνα. 

Έφυγε για το ταξίδι και αναμείχθηκε με καινούργιους ανθρώπους. Εκεί γνώρισε ένα άλλο πλάσμα που είχε μια παρόμοια θλίψη στα μάτια του και επίσης δεν μπορούσε να κοιμηθεί τις νύχτες. Άκουσε με προσοχή την ιστορία του, τα συναισθήματα του, τις σκέψεις του. Κάθε βράδυ μετά την δουλειά βρισκόντουσαν και συζητούσαν ώρες ατελείωτες σαν να ήταν φίλοι από τα παλιά. Ποτέ εκείνος δεν είπε τίποτα για τον εαυτό του μόνο άκουγε προσεκτικά, άκουγε και για πρώτη φορά δεν συμφωνούσε ή διαφωνούσε. Ήρθε η μέρα να της επιστροφής και το πλάσμα αυτό είχε για πρώτη φορά ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του. Του είπε ένα πράγμα καθώς έφευγε, "Οι πράξεις μας είναι αυτές που μας καθορίζουν, ανεξάρτητα με το ποιοι ή τι είναι οι άλλοι, το ξέρεις αλλά πιστεύω ότι πρέπει να στο υπενθυμίσω." Τον φίλησε στο μέτωπο και έφυγε. 

Γύρισε πίσω, σκεφτικός έχοντας μία ακατανίκητη διάθεση να πιει. Το ουίσκι ήταν πάνω στο τραπέζι, το ποτήρι γεμάτο πάγο και φυσικά η κατάλληλη μουσική. Το δωμάτιο γεμάτο καπνό και το αλκοόλ κυλάει στις φλέβες του. Σηκώνει το τηλέφωνο και σχηματίζει τον αριθμό της, η φωνή από την άλλη άκρη είναι νυσταγμένη και τρομαγμένη. 

- "Είσαι καλά; Τι έπαθες τέτοια ώρα;"
- "Ξύπνα, πρέπει να μιλήσουμε."

Λέει όλη την αλήθεια, αυτά που ξέρει για αυτήν και δεν του έχει πει, αυτά που δεν της έλεγε πριν και όσο μιλάει το ποτήρι γεμίζει και το μπουκάλι αδειάζει. Παραδέχεται τα λάθη του, τις ελλείψεις του.  Ένα πένθος μέσα του που πρέπει να το τιμήσει. Και η μία παραδοχή ακολουθεί την άλλη, η μία αλήθεια συμπληρώνει την άλλη. Όλα αυτά που δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να ψάξει μόνη της είναι τώρα μπροστά της. Συνταράσσετε, είναι απροσδόκητο κάτι τέτοιο, χαλάει τα σχέδια και το παραμύθι που έχει φτιάξει μέσα στο μυαλό της. Έχει ξημερώσει, κλείνουν και πάνε για δουλειά με την υπόσχεση να συζητήσουν ξανά αύριο.

Το αύριο δεν έρχεται ποτέ και οι μέρες περνούν. Τον παίρνει τηλέφωνο μετά από δύο βδομάδες. Δεν έχει καμία όρεξη να της μιλήσει και η συζήτηση σύντομα καταλήγει σε καυγά. Ένας επίλογος χαράχθηκε μέσα στο μυαλό του. Δυο στοίχοι από το μονόγραμμα του Ελύτη σαν να εμφανίστηκαν με τρόπο μαγικό μπροστά του. Κρίμα που ποτέ δεν της άρεσε η ποίηση, σκέφτηκε. 

"Επειδή το αδοκίμαστο και το απ” αλλού φερμένο
δεν τ” αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς;"

Του είπε κάπως άτοπα μα αληθινά λες και αυτό θα έσωζε την τελευταία εντύπωση:
- "Έμαθα πολλά από σένα, σε ευχαριστώ."
- "Μην με καλέσεις ξανά, για εμένα πέθανες."
Έκλεισε ήρεμα το ακουστικό.  Ένιωσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά όπως τότε που ήταν τόσο αληθινή και ειλικρινής. 

Εγώ σε ευχαριστώ που μου έμαθες ότι η μεγαλύτερη θυσία της αγάπης είναι να χάσουμε τον άλλον, για το καλό του, όσο και αν αυτό μας πληγώνει.  Σκέφτηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Μία ανάσα ελευθερίας. 

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Σημαδεμένη Τράπουλα



Έκλεισε την πόρτα με ορμή πίσω της και βγήκε στον δρόμο, σχεδόν σαν να πετάει, αναπνέοντας τον αναζωογονητικό και κρύο αέρα. Κατευθύνθηκε στο σταθμό του τρένου αλλά στα μισά του δρόμου άλλαξε γνώμη, καλύτερα να περπατούσε. Άλλη μία κουραστική και βαρετή εβδομάδα εργασίας ήρθε στο τέλος της και όπως κάθε παρασκευή θα συναντιόταν με τα παιδιά στο γνωστό στέκι για τα καθέκαστα.

Της άρεσε να σκέφτεται τα πάντα με εικόνες και ήχους και να τα ζει ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό της λες και προσπαθούσε να τα χωνέψει. Παρομοίαζε την διαδικασία αυτή με μία τράπουλα που την έχεις ανακατέψει και τραβάς, διαδοχικά, το ένα χαρτί μετά το άλλο. Πολλές φορές δρούσε και στην ζωή της με τον ίδιο τρόπο όταν είχε ένα δίλημμα ή μία αμφιβολία. Τράβαγε από αυτήν την νοητή τράπουλα και ανάλογα με το φύλο έκανε και την αντίστοιχη επιλογή. Όλα ήταν ένα παραμύθι που το αποτέλεσμα του ήταν πάντα διαφορετικό μιας και εξαρτώταν από το χαρτί που θα τραβήξει.

Ένιωσε ένα τράβηγμα που την επανέφερε στην πραγματικότητα. Αγκαλιές, φωνές από παντού και φιλιά. Έφτασε κιόλας στο στέκι και η παρέα είχε αρχίσει ήδη να πίνει λέγοντας αστεία και πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Το κρασί άρχισε να της φτιάχνει την διάθεση και ότι χαρτί και να τράβαγε από την τράπουλα ήταν εύθυμο και καθησυχαστικό.  Χαλάρωσε και αφέθηκε στους ρυθμούς της Jazz μουσικής κλείνοντας τα μάτια και σιγοψιθυρίζοντας τα λόγια.  Όταν άνοιξε τα μάτια της, αυτός ήταν εκεί με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.

"Καλησπέρα, με λένε Νίκο. Είδα πόσο ένιωθες την μουσική και σκέφτηκα ότι πρέπει οπωσδήποτε να σε γνωρίσω."

Υπό άλλες συνθήκες, θα τον είχε διώξει αλλά λίγο το κρασί, λίγο η χαλάρωση που ένιωθε αποφάσισε να μην το κάνει ακόμα. Εξάλλου τι είχε να χάσει;

"Χάρηκα Νίκο. Εγώ είμαι η Ρία. Έτσι κάνεις με όλες τις κοπέλες; Μεταξύ μας, πρέπει να αλλάξεις ατάκα."

Την κοιτάει στα μάτια και σοβαρεύοντας για μία στιγμή.

"Μόνο με τις ωραίες που έχουν καλό γούστο στην μουσική"

'Άρχισαν να μιλάνε για την μουσική και τα συναισθήματα που προκαλεί. Ξαφνικά ήταν σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος μαζί τους. Είχε τόσο καιρό να γνωρίσει κάποιον τόσο ενδιαφέρον και αυτό ήταν μια ευχάριστη αλλαγή. Εξάλλου όλα τα χαρτιά της τράπουλας που τράβηξε το είχαν προβλέψει. Η βραδιά θα ήταν καταπληκτική. Το ένα ποτήρι κρασί διαδέχθηκε το άλλο και η αρχική επιφύλαξη αντικαταστάθηκε με αποδοχή. Η παρέα της άρχισε να φεύγει όμως εκείνη ήθελε να καθίσει ακόμα μαζί του. Για να σιγουρευτεί τράβηξε άλλο ένα χαρτί - όλα ήταν περίφημα.

Περπατούσαν στον δρόμο, προσφέρθηκε να την συνοδεύσει ως το σπίτι της για ασφάλεια. Εκείνη δέχθηκε και άρχισαν να προχωρούν μέσα από γειτονιές και σοκάκια.  Ένιωσε ένα δυνατό σπρώξιμο και έπεσε στο έδαφος. Μετά μια κλωτσιά και ένα τράβηγμα στα μαλλιά της.  Προσπάθησε να φωνάξει βοήθεια, της έκλεισε το στόμα και άρχισε να την χτυπάει στο πρόσωπο. Ήταν σχεδόν λιπόθυμη όταν ένιωθε να της σκίζει τα ρούχα, προσπάθησε να φωνάξει αλλά δεν έβγαινε φωνή από μέσα της. Τράβηξε άλλο ένα χαρτί, ήταν και αυτό από τα "καλά".  Πρώτη φορά έπεσε τόσο έξω με την τράπουλα της. Άρχισε να την φιλάει στον λαιμό, προσπαθούσε να τον σπρώξει μακρυά αλλά ήταν πολύ πιο δυνατός. Κάθε αντίσταση ήταν μάταια.

Κάποιος εμφανίστηκε στο σοκάκι, ένιωσε ξαφνικά όλο το βάρος του να φεύγει από πάνω της και μετά βογγητά, χτυπήματα και φωνές. Προσπαθούσε να σηκώσει το κεφάλι της να δει αλλά η ζάλη και ο πόνος δεν την άφηναν. Ξαφνικά σιωπή, ένιωσε ένα χέρι να προσπαθεί να περάσει κάτω από την μέση της. Προσπάθησε να αντισταθεί, έπρεπε να αντισταθεί.

"Είστε καλά; Σας παρακαλώ, προσπαθώ να σας βοηθήσω."

Την σήκωσε και την έβαλε να στηριχτεί πάνω στον ώμο του, καθώς περπατούσαν είδε τον Νίκο κάτω να σφαδάζει με το κεφάλι ανοιχτό να κρατάει το χέρι του που ήταν σπασμένο. Όλα γυρνούσαν γύρω της και ήθελε να κάνει εμετό από τον συνδυασμό της αηδίας και του αλκοόλ.

"Που μένετε; Θυμάστε την διεύθυνση σας;"
"Όχι, εγώ να... ήταν όλα τόσο ωραία και ξαφνικά.... και τα χαρτιά, όλα τα χαρτιά έλεγαν πώς..."
"Ηρεμήστε, όλα είναι εντάξει τώρα."

Πήρε την τσάντα της, την άνοιξε και βρήκε την ταυτότητα της. Είδε την διεύθυνση και σιγά σιγά κατευθύνθηκαν προς τον κεντρικό δρόμο. Σταμάτησε ένα ταξί, πλήρωσε τον οδηγό και του έδωσε την διεύθυνση. Έβαλε μία κάρτα του στην τσάντα της και περίμενε να χαθούν από το οπτικό του πεδίο. Έφτασε στο σπίτι της, μπήκε στο μπάνιο και καθώς το νερό κυλούσε πάνω της ένιωθε όλο το σώμα της να πονά αλλά περισσότερο πονούσε η ψυχή της. Βγήκε και έπεσε στο κρεβάτι, βυθίστηκε σ' έναν ύπνο χωρίς όνειρα.

 Το πρωί σκέφτηκε όλα αυτά που συνέβησαν χθες. Άνοιξε την τσάντα της, δεν έλειπε τίποτα από μέσα, και βρήκε την κάρτα του. Μια κόκκινη κάρτα με μόνο μία λέξη πάνω με χρυσά γράμματα ένα τηλέφωνο και δύο άσσους από μία τράπουλα. "Ταχυδακτυλουργώ".  Σχημάτισε τον αριθμό, έπρεπε να τον ευχαριστήσει.

- "Καλημέρα, είμαι η κοπέλα που χθες..."
- "Καλημέρα, ελπίζω να είστε καλά."
- "Αν δεν ήσασταν εσείς δεν ξέρω ούτε και εγώ πώς θα είχε τελειώσει αυτή η βραδιά για μένα."
- "Μα τι λέτε; Καθήκον μου. Οποιοσδήποτε θα το έκανε αυτό. Και εσείς όμως πρέπει να είστε πιο προσεκτική."
- "Έχετε δίκιο, συνήθως δεν κάνω τέτοιες παράτολμες ενέργειες. Όλα όμως έδειχναν ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Πρέπει να έρθω να σας δω, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να σας ευχαριστήσω, σε ποιο μαγαζί εμφανίζεστε;"
- "Συνήθως δουλεύω στον δρόμο, σπάνια με καλούν σε πάρτι, αλλά θα με βρείτε σε ένα πάρκο κοντά στο μέρος που σας συνάντησα."
- "Κρίμα! Τώρα που το σκέφτομαι έχει ενδιαφέρον ότι είσθε ταχυδακτυλουργός γιατί και εγώ παίζω ένα παιχνίδι με τράπουλα που ποτέ δεν με είχε απογοητεύσει.... ποτέ... μέχρι χθες."

- "Πρέπει να προσέχετε τα παιχνίδια της τράπουλας και περισσότερο να προσέχετε αυτούς που θέλετε να τα παίξετε μαζί τους. Αν το παιχνίδι, σας απογοητεύσει μία φορά σας συνιστώ να το εγκαταλείψετε διότι έχει κάποιο ελάττωμα.  Καλημέρα σας και να προσέχετε."

Έκλεισε το τηλέφωνο, και σκέφτηκε αυτό που της είπε. Φυσικά, το παιχνίδι της έχει κάποιο ελάττωμα. Η τράπουλα της δεν είχε όλα τα χαρτιά, είχε επιλέξει τα χαρτιά που θα κρατήσει μέσα. Κράταγε μόνο ότι αυτή ήθελε να θυμάται και όσα δεν άντεχε τα άφηνε απέξω. Ένα παιχνίδι ενάντια στον εαυτό της με τράπουλα σημαδεμένη.





Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Λευκό Κελί


Ένιωθε τα βλέφαρα του βαριά, ήταν έτοιμος να πέσει σε λήθαργο δίχως όνειρα ή μήπως....όχι.

"Ακούστηκαν δύο ψυχροί, μεταλλικοί ήχοι και η κλειδαριά ασφάλισε. Ο φύλακας κοίταξε για μία στιγμή από το τετράγωνο και παχύ γυαλί με πλεξιγκλάς που ήταν στην μέση της βαριάς σιδερένιας πόρτας, βεβαιώθηκε πως όλα ήταν εν τάξει και έφυγε βιαστικός. Έσφιξε ακόμα πιο πολύ τα χέρια του γύρω από το σώμα του. Τα φάρμακα δεν είχαν επιδράσει ακόμα και ήξερε πώς είχε άλλο ένα δεκάλεπτο για να συνεχίσει το σχέδιο της απόδρασης μέχρι να αρχίσουν οι βενζοδιαζεπίνες να ενεργούν."

"Το ίδρυμα ήταν καλά φυλασσόμενο. Οι ποιο επικίνδυνοι ασθενείς που νοσηλεύονταν εδώ δεν είχαν την παραμικρή ελπίδα να βγουν ποτέ από αυτό. Από τότε που νοσηλεύτηκε όλα τα προβλήματα συγκέντρωσης και ύπνου που είχε σχεδόν εξαφανίστηκαν, την απώλεια ενδιαφέροντος για τον κόσμο γύρω του την αντικατέστησε η εμμονή της απόδρασης, η όρεξη του για φαγητό είχε επανέλθει και δεν ένιωθε ποια τύψεις, ούτε λύπη και οργή. Μία φορά τον μήνα ήταν αναγκασμένος να παρίσταται στο συμβούλιο με τους γιατρούς και ήλπιζε πως αυτή η φορά θα ήταν η τελευταία. Πάντα τον έστελναν πίσω για περαιτέρω νοσηλεία και η απογοήτευση που ένιωθε μεγάλωνε όλο και πιο πολύ."

 "Το σώμα του ξέσπασε σε σπασμούς και όλοι οι μύες του είχαν σφιχτεί."

"Ξαφνικά.....συσκότισης και άρχισε να παίζει πάλι αυτή η καταραμένη μουσική. Ο ήχος αντιλαλούσε στους κενούς διαδρόμους του ιδρύματος με έναν τρομακτικό τρόπο λες και ο φύλακας της βάρδιας την έβαζε κάθε βράδυ επίτηδες για να στοιχειώνει τα όνειρα τον τροφίμων. Δεν άντεχε να την ακούει."

"Ακόμα πιο τρομακτική ήταν η φωνή της Zerlina έτσι όπως μπερδεύονταν με το σκοτάδι."
"Vorrei e non vorrei, mi trema un poco il cor"
"Felice, e ver, sarei, ma puo burlarmi encor"

"Το άγχος άρχισε να τον εγκαταλείπει, το σώμα του χαλάρωσε και ένιωθε υποτονικά. Απέτυχε και σήμερα να αποδράσει, έπρεπε να αποδράσει με κάθε τρόπο. Τα φάρμακα φταίνε και αυτή η καταραμένη μουσική."

"Του διαπέρασε το μυαλό η φωνή του Αγάλματος."
"Don Giovanni  a cenar teco m'invitasti e son venuto"
"Parlo, ascolta! Piu temp non ho!"


"Ακούστηκε η κλειδαριά της πόρτας να ξεκλειδώνει, γύρισε προς την πόρτα που τώρα ήταν ανοιχτή. Έπρεπε να μαζέψει όση δύναμη του απέμεινε και αν βγει στον διάδρομο. Έπεφτε πάνω στους τοίχους παραπατώντας, αυτή ίσως ήταν η μοναδική του ευκαιρία να φύγει από εδώ."

"Ο Leporello συμφωνούσε μαζί του."
"Ah padron! siam tutti morti!"
"No, no. ch' io non mi pento. Vanne lontan da me!!"

"Κατέβηκε τις σκάλες με μεγάλη δυσκολία, μετά βίας διέκρινε στον βάθος έναν φύλακα που περιπολούσε στους διαδρόμους και πρόλαβε να κρυφτεί στο μικρό δωματιάκι που ο επιστάτης χρησιμοποιούσε για αποθήκη. Έπρεπε να μείνει ξύπνιος, έπρεπε να κρατήσει τις δυνάμεις του, η μάχη των ουσιών στο σώμα του είχε αρχίσει να τον κερδίζει."

"Το Άγαλμα συνέχισε τον απόκοσμο λόγο του."
"Ferma un po! Non si pasce di cibo mortale chi si pasce di cibo celeste;
"altra cure piu gravi di queste," 
"altra cure piu gravi di queste,"
"altra brama quaggiu mi guido!"


"Προχώρησε προς την αίθουσα εστίασης, εκεί θα μπορούσε να ανοίξει ένα από τα παράθυρα και να γλιστρήσει στον προαύλιο χώρο. Ήταν η μόνη του ελπίδα αυτό το παράθυρο. Το άνοιξε με δυσκολία, ο ψυχρός αέρας του διαπέρασε όλο του το σώμα."

"Che gelo e questo mai?"

"Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω, δεν του είχαν μείνει πολλές δυνάμεις"
"Pentiti, cangia vita. "
"E l'ultimo momento!"


"Με ένα γερό πήδημα, βρέθηκε στον εξωτερικό χώρο. Έβλεπε την επιβλητική σιδερένια πόρτα και ανάμεσα στα κάγκελα της λωρίδες ελευθερίας. Άρχισε να τρέχει με όλη την δύναμη των ποδιών του και της ψυχής του.  Ένιωσε ξαφνικά ένα χτύπημα στο κεφάλι,  έπεσε ζαλισμένος και εξαντλημένος , οι φύλακες τον σήκωσαν και τον οδήγησαν - δεμένο - πίσω στο κελί του."

" Το Άγαλμα, σχεδόν χλευάζοντας του υπενθύμιζε πώς αυτό του άξιζε."
"Tutto a tue colpe e poco"
"Vieni, c'e un mal peggior!"


"Άρχισαν να τον χτυπούν αδιακρίτως θέλοντας να μάθουν ποιος του άνοιξε. Δεν άκουγε τίποτα, δεν ήθελε τίποτα, μόνο να κοιμηθεί. Τι μαρτύριο, ω τι μαρτύριο. "
"Che ceffo disperato! che gesti da dannato!!"
"Che gridi! Che lamenti! Come mi fa terror!!"


Ξύπνησε ιδρωμένος και φωνάζοντας, ο ήχος από το ξυπνητήρι έπαιζε δυνατά Don Giovanni. Το έκλεισε βιαστικά και πήγε στο μπάνιο να πλυθεί. Άλλη μια μέρα στην δουλειά, σκέφτηκε και συμφώνησε με τον εαυτό του να είναι η τελευταία. Κοίταξε το μαξιλάρι του που ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Η τηλεόραση περιέγραφε την ταλαιπωρία που θα συναντούσε σε λίγο στον δρόμο. Όλες οι κύριες οδικές αρτηρίες ήταν μποτιλιαρισμένες. Κοίταξε το κινητό του, είχε ήδη δύο μηνύματα από την δουλειά και μία αναπάντητη.

 Αναρωτήθηκε τι δεν πήγε καλά στην χθεσινή του απόπειρα. Σημείωσε στο μυαλό του, την θέση του φρουρού στον προαύλιο χώρο.  Ένα βράδυ θα καταφέρω να αποδράσω, σκέφτηκε χαμογελώντας, έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη, έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο. Πάτησε play στο CD και ο Don Giovanni κάλυψε όλους τους εξωτερικούς ήχους. Κατευθύνθηκε προς τον κεντρικό δρόμο, ενός ασύλου όπου δεν υπάρχει διαφυγή....


Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Το ταγκό της επιστροφής

Πλησίαζε στην σχολή χορού με βήμα γοργό, σήμερα ήταν τετάρτη και αυτήν ήταν η αγαπημένη της μέρα. Κάθε τετάρτη στην σχολή δίδασκε ο Gustavo και εκείνη λάτρευε το ταγκό - ίσως και λίγο τον Gustavo.

Όλα όσα δεν τολμούσε να κάνει στην ζωή της, με πάθος τα χόρευε - βίωνε - και οι αισθήσεις απογειώνονταν μέσα από την μεθυστική μελωδία και τις διακυμάνσεις του ρυθμού από αντάντε σε αλέγκρο και αλεγκρέτο. Της άρεσε που χόρευε caminar γύρω από ένα αόρατο κέντρο και κοιτώντας τον εαυτό της στον καθρέπτη είχε την ψευδαίσθηση ότι τα πόδια της δεν πατούσαν στην γη. Της άρεσε όταν ο Gustavo την κρατούσε από την μέση σε μια κοντινή αγκαλιά και εκείνη ακολουθούσε τα βήματα του δίχως να χάνει ούτε ένα σε μία σύντομη και νευρική cruzada. Στο ταγκό και οι δύο παρτενέρ ξεχωρίζουν. Το αρσενικό και το θηλυκό έχουν ξεχωριστά βήματα και ενδυμασία αλλά μέσω όλων αυτών τον αρμονικών χορευτικών φιγούρων και την αλληλεξάρτηση ισορροπίας γίνονται μία ενιαία οντότητα.

Με το ταγκό πήγαινε πάντα μπροστά, στις σκέψεις, στους έρωτες και στην δουλειά. Στην ζωή της ήταν συνήθως στάσιμη, χωρίς ρυθμό, βυθισμένη σε μία ατέρμονη media vuelta χωρίς παρτενέρ. Πάσχιζε να ξεφύγει από αυτήν την κατάσταση και ο Gustavo την είχε βοηθήσει πολύ. Πολλές φορές είχαν καθίσει μετά το μάθημα, να συζητήσουν και πάντα την έκανε να γελάει με την προφορά του στα Ελληνικά και τις προσπάθειες του να βρει τις σωστές λέξεις. Περίεργο, αλλά με αυτόν μπορούσε να συνεννοηθεί καλύτερα από όλους τους άλλους που μιλούσαν την γλώσσα καλύτερα.

Το μάθημα τελείωσε και βγήκε έξω έτοιμη να πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Στην πόρτα την περίμενε ο Gustavo με ένα χαμόγελο. Ας επιστρέψουμε μαζί της είπε και με ένα corte την έσφιξε στην αγκαλιά του ενώ της χάιδεψε τα μαλλιά δίνοντας της ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο. Ο βοριάς φύσαγε δυνατός και ένιωσε σαν φύλλο που το σήκωσε στον αέρα. άρχισαν να χορεύουν πάνω από τους ανθρώπους και τα σπίτια, το ταγκό που για πρώτη φορά την πήγαινε πίσω. Ένα ταγκό της επιστροφής είναι καλύτερο από την στασιμότητα, σκέφτηκε και μ' ένα gancho ανέβηκαν μαζί στον ουρανό.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Ο παραμυθάς

Πάντα ο παραμυθάς είχε ένα άγχος με τον χρόνο, μία απροσδιόριστη ανησυχία ότι οι άνθρωποι σπαταλούν τον χρόνο τους σε επαναλαμβανόμενα λάθη - ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Τους αγαπούσε τόσο' όσο να τους χαρίσει τα παραμύθια του μα τους μισούσε όταν αναπόφευκτα τον απογοήτευαν. Για αιώνες έπαιζε αυτό το παιχνίδι, ελπίζοντας ότι θα βρεθεί στον δρόμο του κάποιος που θα τον εκτιμούσε, όχι για τα παραμύθια του αλλά για αυτό που ήταν πίσω από αυτόν τον άχαρο ρόλο που είχε αναλάβει.

Ο παραμυθάς ήταν εκεί εξυπηρετώντας έναν και μόνο σκοπό. Σε αυτόν έρχονταν όλοι αυτοί που είχαν την δυνατότητα να συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους αλλά έμενε να αποδείξουν πως το θέλουν κιόλας. Ο παραμυθάς είχε την απλή αποστολή,μέσα από τις ιστορίες του, να διαπιστώσει αν οι υποψήφιοι θα επέλεγαν την αλήθεια αντί το τόσο ελκυστικό παραμύθι που θα τους διηγόταν, ένα παραμύθι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους. Έναν φθηνό συμβιβασμό. Σπάνια είχε ιδιαίτερους επισκέπτες και έκανε την δουλειά του μηχανικά και άχαρα.

Την είδε απροσδόκητα ανάμεσα σε μία σειρά φρεσκοφερμένων και γεύτηκε την ίδια αίσθηση στα χείλη του από την γνωριμία τους όπως με όλους τους άλλους. Άρχισε να αραδιάζει τα παραμύθια του, δοκιμασμένα σε τόσους και τόσους ανθρώπους, όμως δεν είχαν καμία επίδραση σε αυτήν. Μία εξαίσια ευκαιρία, σκέφτηκε, να φτιάξει καινούργια παραμύθια. Περίμενε τόσο καιρό για αυτήν την στιγμή που επιτέλους θα έβρισκε κάποιον που του έδινε την ευκαιρία να πλάσει νέες ιστορίες για να εμπλουτίσει το οπλοστάσιο του. Αξιοθαύμαστο ήταν ήδη, αλλά μία βελτίωση σίγουρα δεν βλάπτει σκέφτηκε. Είχε μέσα όλων των ειδών τις ιστορίες: αγάπης, έρωτα, θανάτου, αυτοθυσίας, αλτρουισμού, πολέμου, πόνου και κυρίως αίματος. Είχε μια έφεση ο παραμυθάς στην θυσία και όπως κάθε θυσία που σέβεται τον εαυτό της έτσι και οι δικές του είχαν μπόλικο αίμα. Δυσκολευόταν να ταυτιστεί με τους ακροατές του, δεν είχε και άδικο εδώ που τα λέμε, διότι συνήθως μέχρι να τελειώσει το παραμύθι του ή αυτοί έφευγαν σκυθρωποί στον δρόμο της συμφιλίωσης είτε εκείνος τους έβαζε στον δρόμο της φαντασίας.

Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, δεν του γέμιζε το μάτι, είχε όμως ήδη αποδείξει ότι ήταν διαφορετική. Σκέφτηκε ένα νέο παραμύθι ώστε να την δοκιμάσει. Έβαλε τα δυνατά του, έστυψε του μυαλό του και της το παρουσίασε περιμένοντας ότι αυτό θα το πιστέψει. Τότε έγινε το απροσδόκητο, αυτή τον διέκοψε κάνοντας του ερωτήσεις και ζητώντας του επεξηγήσεις. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να έχει ερωτήσεις σε ένα τέλειο παραμύθι και πώς είναι δυνατόν να διακόπτει τον παραμυθά για να τις καταθέσει; Στην αρχή απαντούσε εύκολα αλλά εκείνη συνέχιζε να τον ρωτάει για το ένα και για το άλλο και τότε αναπόφευκτα ένιωσε ότι ταυτίζεται μαζί της. ΑΝΉΚΟΥΣΤΟ. Δεν είχε κανένα νόημα να ταυτιστεί με κάποιον που είναι περαστικός και σύντομα θα πάρει τον δρόμο της συμφιλίωσης ή της φαντασίας. Δεν θυμάται ακριβώς πως το παραμύθι έγινε διάλογος.

 Οι ερωτήσεις αντικαταστάθηκαν από προτάσεις. Άρχισε να του αφηγείται πράγματα που ο παραμυθάς είχε ξεχάσει ότι υπάρχουν. Του μιλούσε για ότι δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν, για τις πιο κρυφές σκέψεις της, για το κρυφό ημερολόγιο που είχε από τον κόσμο, για τα σκίτσα που είχε σχεδιάσει και τους απόκρυφους φόβους και τις πιο γλυκές ελπίδες της. Ήταν πλέον αδύνατον για τον παραμυθά να αποφανθεί  τον δρόμο που έπρεπε να πάρει αυτός ο απροσδόκητος επισκέπτης. Έτσι λοιπόν την κράτησε μαζί του στον κόσμο των παραμυθιών ώστε να μπορεί να της μιλά.

Με τον καιρό ένιωθε και πιο ανήσυχος. Η συνήθεια είναι δύσκολο να αλλάξει, Έπρεπε να την κατηγοριοποιήσει. Τότε του είπε το πρώτο της παραμύθι, έναν φυλακισμένο παραμυθά που έφτιαχνε παραμυθένιες φυλακές ώσπου ήρθε μια νεράιδα και τον ελευθέρωσε. Του ζήτησε να διαλέξει έναν δρόμο για να ξεφύγουν από τον κόσμο των παραμυθιών. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, η αποστολή του παραμυθά έμοιαζε ανούσια, Ας αποφασίσουν κάτι και οι άνθρωποι μόνοι τους σκέφτηκε. Βούτηξαν στο πρώτο δρόμο που βρήκαν μπροστά τους.


Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Ο δύτης του μπλε φεγγαριού


Η σκέψη ότι τυπικά το καλοκαίρι και οι διακοπές τελείωσαν δεν ήταν διόλου ευχάριστες, παρηγορήθηκε στο γεγονός ότι είχε ακόμα μία μέρα και έπρεπε να κάνει ο,τι καλύτερο για να περάσει καλά. Εξάλλου δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι σήμερα είχε blue moon. Τίποτα δεν είναι τυχαίο και όλα γίνονται για έναν λόγο που δεν μπορούμε πάντα να εξηγήσουμε, έλεγε στον εαυτό του, σαν κάπως να μετρίαζε την πίκρα του για την ζωή με αυτές τις σκέψεις σαν να ξόρκιζε μια σκιά που του πλάκωνε το στήθος χωρίς ακριβώς να μπορεί να την προσδιορίσει.

Πολλά είχαν αλλάξει τον τελευταίο καιρό στην ζωή του και συχνά ένιωθε ανακούφιση αλλά και ενοχή  όταν νοσταλγούσε το παρελθόν. Μετά από την τελευταία μακροχρόνια σχέση του, που τελείωσε απότομα και με μεγάλο κρότο, ένιωθε παράξενα όταν φλέρταρε με γυναίκες, ίσως γιατί όπως πίστευε είχε ξεχάσει πώς γίνεται ή πιθανόν γιατί πάσχιζε να πείσει τον εαυτό του ότι ο ρομαντισμός δεν πέθανε γέρος, άρρωστος και μόνος χωρίς παρόντες στην ταφή του εκτός από ολίγους ποιητές και βασανισμένες ψυχές μοιρολογίστρες. 

Στο μυαλό του πάντα στροβιλίζονταν σκέψεις για την αφετηρία, την διαδρομή και το τέλος του ανθρώπου, σκέψεις που συχνά πυκνά τον σκοτείνιαζαν. Ποτέ όμως ο,τι και αν σκέφτηκε δεν πέρασε τα όρια της κοσμιότητας ούτε καταδίκασε, σαν άλλους, την ανθρωπότητα σε πύρινη κόλαση και αφανισμό. Αντιθέτως, σαν στοργικός πατέρας προσπάθησε να αγκαλιάσει και να συγχωρέσει τους αδύναμους που λυγώντας δεν άντεξαν τον χρόνο και την πίεση, αυτούς που ασχημόνησαν πάνω στις ψυχές των άλλων και όταν το μακάβριο έργο τους τελείωσε απομακρύνθηκαν, σαν χορτασμένα λιοντάρια, αφήνοντας το γεύμα τους να το αποτελειώσουν τα όρνια που δεν πήραν μεν καθόλου μέρος στο κυνήγι αλλά δε το ίδιο συνένοχα και ξεδιάντροπα γευμάτισαν με την σειρά τους. 

Ο διάολος κρύβεται στις λεπτομέρειες και εκεί δεν τα πήγαινε καθόλου καλά. Ήταν από αυτούς που έχουν να πουν πολλά, όσα τα βιβλία όλα έχουν γραμμένα, αλλά ένας κόμπος πάντα του έκλεινε τον λαιμό και δεν τον άφηνε να μιλήσει. Είχε αποτύχει να πιει μια σταγόνα από την πηγή που ξεδίψασαν οι μεγάλοι συγγραφείς, οι πνευματικοί αυτοί άνθρωποι που εις μάτην προσπαθούσαν να ξυπνήσουν τον κόσμο από τον λήθαργο του και καταπιάνονταν με όλες αυτές τις δύσκολες και επίπονες έννοιες της νόησης. Τι να το κάνεις αν ταξιδεύοντας  σε ατραπούς δύσκολους και κουραστικούς, βρεις την πηγή να ξεδιψάσεις αλλά λησμόνησες να φέρεις ένα δοχείο, να γεμίσεις με το νερό αυτό της λύτρωσης για το ταξίδι της επιστροφής σου; Όταν γυρίσεις στην αφετηρία σου θα είσαι όχι μόνο διψασμένος, πάλι, αλλά και δεν θα μπορέσεις να προσφέρεις ούτε μία σταγόνα σε αυτούς που συνάντησες στον δρόμο ούτε σε αυτούς που έκανες το ταξίδι για χάρη τους.

Είχε αρχίσει να βραδιάζει και παραδόθηκε στις σκέψεις της μοναξιάς του. Κάθισε στο παγκάκι που έβλεπε στην θάλασσα και περίμενε την ανατολή του φεγγαριού. Σαν έμπειρος δύτης της μοναξιάς προετοίμασε τον εαυτό του για άλλη μία- άκρως επικίνδυνη- βουτιά στην σελήνη που μεγαλόπρεπα σε λίγο θα έριχνε το φως της πάνω σε όλα τα πλάσματα του κόσμου. Κοίταξε γύρω του και δεν υπήρχε κανείς, μα στάσου, ίσως είναι και της φαντασίας του αλλά μια σιλουέτα αχνοφαίνονταν στο κάθισμα δίπλα του. Μια σιλουέτα απρόσκλητη και σιωπηλή που ίσως είναι εκεί αρκετή ώρα ώστε ακόμα και να άκουσε τις σκέψεις του. 

Το φεγγάρι έχει πια ανατείλει για τα καλά και φωτίζει την σιλουέτα με ένα περίεργο - σχεδόν ερωτικό - χρώμα. Ένα λουλούδι στα μαλλιά και η στάση του σώματος πρόδιδαν ότι είναι γυναίκα. 

- Ποια είσαι;
- Μια ύπαρξη που ήρθε να απολαύσει την Σελήνη όπως και εσύ. 
- Μου δίνεις την εντύπωση ότι σε ξέρω....
- Έχουμε συναντηθεί αλλά είναι δύσκολο να με θυμάσαι μιας και όταν συναντάς κάποιον στα όνειρα δεν μπορείς να θυμηθείς το πρόσωπο του. 
- Αν σε συνάντησα στα όνειρα πώς είναι δυνατόν να υπάρχεις και να είσαι εδώ μαζί μου;
- Αυτή είναι η μαγεία της Σελήνης, αυτή μου επιτρέπει να είμαι εδώ.

Δεν χρειαζόταν να ακούσει τίποτα άλλο, όταν γύρισε να τον κοιτάξει και είδε το φως του φεγγαριού που φώτιζε τα μάτια της, τα θυμήθηκε όλα. Θυμήθηκε όλα αυτά τα όνειρα, όλες τις φορές που προσπαθούσε να τον ηρεμήσει μετά από τους εφιάλτες του και την αγκαλιά της που τον έβαζε μέσα για να τον παρηγορήσει. 

Το μόνο που κατάφερε να κάνει είναι να ψελλίσει και να κλείσει τα μάτια του. 

- Ευχαριστώ που ήσουν πάντα εκεί για εμένα.

Δεν είπε τίποτα άλλο,  μόνο χαμογέλασε και έγειρε στον ώμο του δίνοντας του ένα γλυκό φιλί στον λαιμό. 

Όταν άνοιξε τα μάτια το φεγγάρι δέσποζε στο μέσο του ουρανού και η σιλουέτα είχε εξαφανιστεί. Σκέφτηκε ότι μόλις βίωσε το πιο ζωντανό όνειρο στην ζωή του. Προσπάθησε να καθίσει πιο άνετα στο παγκάκι και ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα στο χέρι του.  Ήταν το λουλούδι που είχε στα μαλλιά της. 

Έφερε το λουλούδι κοντά στο πρόσωπο του, πήρε μια βαθιά εισπνοή. Γέμισε με την μεθυστική μυρωδιά του και ένιωσε την υγρασία του στον λαιμό του. Ξαφνικά ένιωσε διαφορετικά, ο κόμπος στον λαιμό του λύθηκε. Γιατί να κάνεις ένα ολόκληρο ταξίδι για να βρεις την πηγή, όταν μία και μόνο σταγόνα από ένα λουλούδι που βούτηξε μέσα σε μια ρομαντική θάλασσα, μια νύχτα με μπλε φεγγάρι, είναι αρκετή. Σκέφτηκε και χαμογέλασε. Ήταν επιτέλους ελεύθερος.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Η χλωμή κούκλα

Γύρισε στο διαμέρισμα ξημερώματα, μόνη, ανεβαίνοντας τις σκάλες γρήγορα άκουγε τις πόρτες των άλλων ενοίκων να ξεκλειδώνουν. Είναι η ώρα για δουλειά σκέφτηκε και με ανακούφιση θυμήθηκε πως έχει ακόμα δύο βδομάδες άδεια. Πάντα ένιωθε τύψεις, για έναν ανεξήγητο λόγο όταν έπεφτε να κοιμηθεί ενώ ο κόσμος ξύπναγε για δουλειά, λες και έκανε κάποιο έγκλημα. Αυτή η αίσθηση του ανεκπλήρωτου και η πίεση του χαμένου χρόνου της δημιουργούσαν ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι. Είδε την αντανάκλαση του προσώπου της στον καθρέπτη του μπάνιου, ήταν χλωμή αλλά είναι λογικό γιατί η νύχτα ήταν έντονη και κουραστική.

Η χθεσινή βραδιά γύριζε μέσα στο κεφάλι της συγκεχυμένη και δεν είχε την δύναμη να σκεφτεί όλα αυτά που διαδραματίστηκαν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι για άλλη μία φορά αυτοεπιβεβαιώθηκε και ένιωσε αρεστή. Πάντα την βοηθούσε αυτό όταν οι σκέψεις μαζεύονταν στο κεφάλι της και ήταν στα πρόθυρα της αυτοκριτικής. Πόσο μισούσε αυτήν την λέξη - αυτοκριτική - και πόσο την απέφευγε. Έβρισκε παρηγοριά στις εφήμερες χαρές και στις επιφανειακές ερμηνείες των πραγμάτων διότι πίστευε ότι στην ζωή πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα όπως μας έρχονται και ότι κανένα ουσιαστικό έλεγχο δεν έχουμε πάνω τους.  Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Έπρεπε να ισορροπήσει.

Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μπει στο δωμάτιο του παιδιού. Όλα φαίνονταν καλά, κοιμόταν στο κρεβάτι του και παραδίπλα η μάνα της που είχε έρθει για να το προσέχει. Ένιωσε λίγο ενοχικά έτσι όπως το είδε να κοιμάται και δεν μπόρεσε να του πει μια καληνύχτα αλλά έδιωξε με μία τις σκέψεις αυτές. Χρειάζεται χρόνο και για εκείνη, πρέπει να ισορροπήσει. Πάντοτε έβαζε τον εαυτό της πάνω από όλα και κοιτώντας την μάνα της θυμήθηκε αρκετές από τις φορές που πέρναγε πάντα το δικό της ασχέτως αν ήταν σωστό ή λάθος .Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Έπρεπε να ισορροπήσει.

Εκείνη ήθελε να παντρευτεί αυτόν τον άνθρωπο ενώ όλοι της έλεγαν πως δεν κάνει για εκείνη. Όσο της έλεγαν ότι δεν ταιριάζουν τόσο αυτή ήθελε να είναι μαζί του. Δεν άντεξε πολύ αυτή η σχέση, κανείς από τους δύο δεν είχε μάθει να μοιράζεται και δεν ήξερε τι σημαίνει συντροφικότητα. Μάταια οι γύρω τους προσπαθούσαν να τους μιλήσουν και να τους λογικεύουν. Όσο προσπαθούσαν να τους συμβουλεύσουν τόσο αυτοί απομακρύνονταν. Τι ειρωνικό, με τον ίδιο τρόπο που παντρεύτηκαν με τον ίδιο τρόπο θα χωρίσουν.  Πρώτα έσπασε αυτός. Άρχισε να γυρνάει αργά στο σπίτι, να μην έχει όρεξη για τίποτα και η ζωή τους ήταν γεμάτη τσακωμούς και διαφωνίες. Μετά ήρθε και ο εγωισμός της να επισπεύσει τα γεγονότα. "Χάθηκε η μαγεία", "Δεν είμαι πια ερωτευμένη" έλεγε στον εαυτό της.  Το μόνο που της έχει μείνει από αυτόν τον γάμο είναι το παιδί που έκανε μαζί του. Ένα παιδί που ξαφνικά εκεί που είχε δύο γονείς βρέθηκε να μοιράζεται ανάμεσα στην Γιαγιά καθημερινά και τον πατέρα τα σαββατοκύριακα. Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Έπρεπε να ισορροπήσει.

Η δουλειά της περισσότερο δουλεία ήταν παρά ευχαρίστηση. Μετά από τον αρχικό ενθουσιασμό όλα ξέφτισαν. Δούλευε σε μία μεγάλη εταιρεία ως ιδιαιτέρα του διευθυντή. Ότι δεν έκανε ποτέ για τον άντρα της, για το παιδί της και για τον εαυτό της το έκανε για τον διευθυντή. Του έκλεινε τα ραντεβού, φρόντιζε να ήταν πάντα ευπαρουσίαστος, δεχόταν τα τηλεφωνήματα του, του υπενθύμιζε όλες τις γιορτές και τις σημαδιακές ημερομηνίες της προσωπικής και επαγγελματικής του ζωής καθώς και όλες τις άλλες ανιαρές εργασίες μιας γραμματέως .Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Έπρεπε να ισορροπήσει.

Δύο χρόνια έχουν περάσει από τότε που βγήκε το διαζύγιο, και βρέθηκαν αρκετοί άντρες να της επιβεβαιώσουν ότι περνάει η μπογιά της ακόμα. Οι περισσότεροι δεν ασχολήθηκαν σοβαρά μαζί της και όσοι πήγαν να το κάνουν αυτή τους διέλυσε κάθε ελπίδα. Ακόμα και στο πρώην της που τόσες φορές επιχείρησε να την πλησιάσει για να λύσουν όλες τις διαφορές τους και να ξαναπροσπαθήσουν δεν έδωσε καμία ευκαιρία.  Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Έπρεπε να ισορροπήσει.

Μόνο όταν έπεφτε να κοιμηθεί την πείραζε που δεν είχε μια αγκαλιά  και έναν άνθρωπο να μοιραστεί την ζωή της. Μόνο τότε ήταν αδύνατο να πετάξει τις σκέψεις αυτές από το μυαλό της. Πολλές φορές ήθελε να βγάλει μία κραυγή, για να ξορκίσει όλα αυτά που της έχουν συμβεί. Συνήθως σκεφτόταν να πάρει τηλέφωνο τον πρώην άνδρα της αλλά φρόντιζε να υπενθυμίζει στον εαυτό της όλα τα αρνητικά ώστε να μην το κάνει. Άλλες πάλι φορές άγγιζε το σώμα της και ένιωθε ότι είναι χτυπημένο παντού και την έκανε να αναρωτιέται αν τελικά η αλήθεια πονάει όπως λένε.  Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Έπρεπε να ισορροπήσει.

Ενώ την έπαιρνε ο ύπνος άρχισε να βλέπει ένα περίεργο όνειρο. Ήταν πρωί, οι άνθρωποι έτρεχαν να προλάβουν τις δουλειές τους, αυτή ήταν ακίνητη και χλωμή ντυμένη με φανταχτερά ρούχα και ένα μεγάλο καπέλο. Δεν έβλεπε την αντανάκλαση της σε καθρέπτη αλλά πάνω σε μία βιτρίνα. Οι άνθρωποι δεν περπατούσαν δίπλα της αλλά από την άλλη μεριά της βιτρίνας. Περίεργο σκέφτηκε, τόσοι άνθρωποι μέσα σε μία βιτρίνα; Προσπάθησε να κινηθεί αλλά ήταν αδύνατο. Συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν μέσα στην βιτρίνα και ήταν μία κούκλα ακίνητη και άψυχη που έβλεπε τους περαστικούς να περνούν βιαστικά. Οι περισσότεροι ούτε καν γύριζαν να την κοιτάξουν. Λίγο πριν κοιμηθεί βαθιά ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της όταν αναλογίστηκε πόσο εύκολα, τελικά, ισορροπεί μία χλωμή κούκλα σε μια βιτρίνα....αρκεί να χάσει την ψυχή της. 

Η Μάσκα του γέλιου

Γέλασε ξανά, με αυτόν τον μοναδικό τρόπο που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους άλλους. Είναι μερικά γέλια που βγαίνουν απευθείας μέσα από την καρδιά, αβίαστα, αληθινά και δυνατά. Του άρεσε να τα δίνει όλα όταν η παρέα έκανε ή έλεγε κάποιο αστείο καθώς πίστευε πως το γέλιο είναι θεραπευτικό και έδενε την παρέα περισσότερο. Πάντα σχολίαζε τα αστεία που έλεγαν οι άλλοι και συνήθως τους οδηγούσε σε περισσότερα γέλια, σπρωξίματα και προσπάθειες για γρήγορες ανάσες.

Σαράντα χρόνια φιλίας είχαν περάσει μεταξύ τους και όλοι είχαν δημιουργήσει οικογένειες εκτός από αυτόν. Πολλές φορές του έλεγαν "άντε να νοικοκυρευτείς και εσύ", "να γίνεις η ψυχή της φαμελιάς όπως και της παρέας" άλλες φορές του έκαναν νοητά προξενιά με υπαρκτές ή ανύπαρκτες γυναίκες για να δουν τις αντιδράσεις του και να καλαμπουρίσουν. Ήταν η ψυχή της παρέας και γι αυτό τον αγαπούσαν όλοι λίγο παραπάνω, πάντα θετικός και πάντα έτοιμος να ακούσει και να βοηθήσει τον καθένα σε όποιο πρόβλημα μπορεί να είχε.

Η παρέα σταμάτησε την ομιλία απολαμβάνοντας ένα τραγούδι που τους θύμιζε τα παλιά, έκαναν νόημα στο γκαρσόνι να τους φέρει και άλλο κρασί και βολεύτηκαν καλύτερα στις καρέκλες τους.
Κάτι τέτοιες βραδιές που έβγαινε η "αντροπαρέα" ήταν σαν να έφευγαν όλα τα χρόνια και η κούραση από πάνω τους. Σαν να ήταν πάλι φοιτητές και να έχουν όλο τον χρόνο μπροστά τους να μάθουν, να γευτούν και να ζήσουν. Πάνω στο επόμενο αστείο, πετάγεται ένας από την παρέα και του λέει ότι επιτέλους κατάλαβε γιατί έχει πάντα τόση διάθεση και γελάει τόσο αληθινά και δυνατά.  "Έχεις λιγότερες έννοιες ντε - στην ζωή - το τομάρι σου κουβαλάς μόνο". Τα μάτια του για μια στιγμή έκλεισαν, ένιωσε την αλήθεια να τον διαπερνά σαν σουβλί από άκρη σε άκρη. Ήταν η πρώτη φορά που γέλασε ψεύτικα, η πρώτη φορά στα σαράντα χρόνια φιλίας. Δεν ήθελε να χαλάσει το κέφι της παρέας για κανένα λόγο και πάντα όταν η συζήτηση σοβάρευε γύρω από το θέμα της αποκατάστασης του έβρισκε τρόπους ευγενικά να την αποφύγει.

Το υπόλοιπο της βραδιάς για αυτόν πέρασε αδιάφορα. Το μυαλό του είχε καρφωθεί σε αυτήν την φράση που άκουσε πριν. "Το τομάρι σου κουβαλάς μόνο". Γύρισε σπίτι μηχανικά, το κεφάλι του βούιζε σαν τρένο και σίγουρα δεν έφταιγε το κρασί. Ποτέ δεν ήθελε να επιβαρύνει τους φίλους του με τις σκέψεις του. Όταν ήταν μόνος, έβγαζε αυτήν την μάσκα του γέλιου και βυθιζόταν στις σκέψεις του. Έκανε τον απολογισμό του, προσπαθούσε να αναλύσει, εκ νέου, όλα αυτά που το μυαλό του δούλευε τόσα χρόνια μήπως κάτι του είχε ξεφύγει, σάμπως κάτι να μην είχε αξιολογήσει σωστά.

Μέσα στην ησυχία του έρημου σπιτιού φαντάστηκε ότι είναι γεμάτο από παιδικές φωνές και γέλια, στο βάθος μια γυναικεία φωνή να τον ρωτάει αν πέρασε καλά στην ταβέρνα. Σαστισμένος συνειδητοποίησε ότι ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει στο μάγουλο του, είχε να κλάψει πολλά χρόνια.
Στην ζωή ξεκίνησε κλαίγοντας και καταριώντας απλόχερα, τόσο πολύ που κάποια στιγμή στέρεψε το δάκρυ και του έμειναν οι κατάρες. Μετά από λίγο τελείωσαν και όλες οι κατάρες και εκτός από άνυδρος έγινε και βουβός.

Θα ήθελε να έχει κάποια σύντροφο στην ζωή του και γιατί όχι να έχει παιδιά αλλά η ζωή δεν του τα έφερε βολικά. Όσες σχέσεις και αν έκανε δεν προχώρησαν για λόγους που στους άλλους έμοιαζαν ακατανόητοι. Για αυτόν ο λόγος ήταν εμφανής, καμία δεν έκανε τον κόπο να σηκώσει αυτήν την μάσκα και να δει τι κρύβεται από κάτω. Εκτός από μία, που αυτός έδιωξε μακρυά γιατί ένιωσε ότι δεν της άξιζε. Τον μοναδικό άνθρωπο στον κόσμο που είχε πληγώσει και απογοητεύσει θέλοντας να τον προστατέψει από το σκοτάδι του.

Έχει πέσει στα γόνατα και έχει έχει παραδοθεί σε αναφιλητά, η μάσκα του γέλιου κείτεται δίπλα του τσακισμένη από την πολυκαιρία και την φθορά της χρήσης. Τον υπηρέτησε καλά τόσα χρόνια αλλά ποια δεν την χρειάζεται. Φαντάζεται ότι έτσι όπως είναι στο πάτωμα τα παιδιά του τρέχουν και πέφτουν πάνω του με ορμή για να παίξουν ενώ αυτός τα αγκαλιάζει και τα φυλάει.

Δεν είναι η ζωή που δεν του τα έφερε βολικά, είναι οι επιλογές του και το βάρος από το τομάρι που κουβαλάει τόσα χρόνια. Ανοίγει το συρτάρι και βγάζει την beretta-m9 που του άφησε ο πατέρας του όταν πέθανε πριν λίγα χρόνια. Από τότε που έδιωξε την μοναδική γυναίκα που τον καταλάβαινε έχει παραδώσει στον δικηγόρο του έναν φάκελο με γράμματα και επιθυμίες "για πάν ενδεχόμενο".

 Σκέφτεται αν έχει υποχρεώσεις και ανοικτά ζητήματα. Γελάει και τα δάκρυα του λιμνάζουν στα λακκάκια που δημιουργούνται κάτω από τα μάγουλα του.  Όλα τα ζητήματα ήταν κλειστά , όλες οι υποχρεώσεις τακτοποιημένες. Τραβώντας την σκανδάλη περνάει μια τελευταία σκέψη από το μυαλό του. "Εξάλλου .......το τομάρι μου κουβαλούσα μόνο.".



Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Οι Πολεμιστές του "ΕΓΩ"

Οι καλοκαιρινές νύχτες ήταν μαρτύριο. Δεν ήταν μόνο ο καύσωνας αλλά κυρίως ότι οι νύχτες ήταν σύντομες.  Για τους πολεμιστές, που μάχονταν μόνο νύχτα, αυτό σήμαινε λιγότερος χρόνος για  μάχη και περισσότερος χρόνος απραξίας την υπόλοιπη μέρα. 

Σαν τους έβλεπες μαζεμένους γύρω από τις φωτιές τους να κάθονται για ώρες σιωπηλοί, ασάλευτοι και ανέκφραστοι  εύκολα θα πίστευες ότι κοιμούνται.  Όσοι κατά τύχη τους βρήκαν το έσκασαν τρομαγμένοι από αυτό το θέαμα αλλά υπήρχαν και ελάχιστοι άλλοι που έμειναν και τάχθηκαν στην μελέτη και κατανόηση τους. Αυτούς δεν τους ξαναείδε ποτέ κανείς και φήμες γρήγορα διαδόθηκαν ότι έγιναν και αυτοί πολεμιστές σιωπηλοί, ασάλευτοι και ανέκφραστοι, κάθε βράδυ να κάθονται γύρω από τις φωτιές τους πολεμώντας και όταν χάραζε η μέρα, άεργοι και αυτοί, χάνονταν στην απραξία. 

Ο αντίπαλος ήταν παντοδύναμος και οι υποστηρικτές του πολλοί. Στρατιές ζούσαν μέσα σε μια ψευδαίσθηση που σαν πέπλο έπεφτε μπροστά στα μάτια τους και τους έκρυβε την αλήθεια. Οι Στρατηγοί του εχθρού, άριστοι γνώστες της τέχνης του πολέμου και της μεταχείρισης αυτού του δυναμικού, κατέστρωναν σχέδια για να εξαλείψουν τους πολεμιστές και ανενόχλητοι να συνεχίσουν να τους καταδυναστεύουν.

Ο πόλεμος αυτός ήταν παράξενος γιατί οι πολεμιστές αν και μάχονταν ενάντια στους ανθρώπους το έκαναν για να τους λυτρώσουν από τους δυνάστες Στρατηγούς. Πολεμούσαν για να τους συμφιλιώσουν με την αλήθεια, για να τους κάνουν να γνωρίσουν την θέση τους στον κόσμο και στο σύμπαν. Ένας άνισος αριθμητικά αγώνας ενάντια σε βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις αιώνων και ενάντια στην ίδια την φύση τους. Μία μάχη που αν ποτέ έφερνε την λύτρωση αυτή θα περιείχε και μία μεγάλη δόση απογοήτευσης. Τον απόλυτο έλεγχο των Στρατηγών πάνω στις μάζες αυτές τον συντηρούσαν προσεκτικά κατασκευασμένα παραμύθια, ψέμματα και κίβδηλα διλήμματα σχεδιασμένα να δίνουν μία ψευδαίσθηση επιλογών που ποτέ οι ίδιοι δεν όρισαν. Την ίδια στιγμή που  ένιωθαν ελεύθεροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι αυτή η "ελευθερία" τους έχει ουσιαστικά επιβληθεί και το λεπτό που κάποιοι από αυτούς να δυσφορούσαν για την κατάσταση τους αυτομάτως τους τόνωναν τον εγωισμό με ψευτορητορίες και γερές δόσεις ζαμανφουτισμού και αδιαφορίας.

 Οι πολεμιστές ήθελαν τους ανθρώπους σοφούς, αυτοδιάθετους, δημιουργικούς και σε αρμονία με το περιβάλλον τους. Γι αυτό μάχονταν, γι αυτό ανέχονταν τα ψεύδη και τις ύβρεις των Στρατηγών εναντίων τους και για αυτό δέχονταν να πληρώσουν με το μεγαλύτερο αντίτιμο, δίχως να βαρυθυμούν, τον θάνατο.

Ο θάνατος για τους πολεμιστές είναι διαφορετικός  Όταν ένας πολεμιστής πεθαίνει παύει να υπάρχει σε οποιαδήποτε μορφή και περνά στην λήθη. Τίποτα δεν τον συνδέει με τον κόσμο και τίποτα δεν αφήνει πίσω του γιατί αυτό που αντιπροσωπεύει είναι μία ιδέα. Αυτό ήταν το κύριο όπλο των Πολεμιστών για να τους ξυπνήσουν  από τον λήθαργο τους, η υπέρτατη θυσία και η απόδειξη της αγάπης χωρίς όρια και οφέλη.

  Ο θάνατος για τους ανθρώπους αν και αποτελεί το τέλος της  αυτοσυνείδησις, του επιτρέπεται εξ'ορισμού υπό μία μορφή να "διαιωνισθεί" και να μπολιάσει τους επόμενους, μέσω των απογόνων του και του έργου του. Την αλήθεια αυτή την είχαν κρύψει καλά οι Στρατηγοί, τους είχαν πείσει να φέρονται και να άγονται σαν να ζουν αιώνια.

Τα υψώματα σε αυτό το πεδίο της μάχης είχαν περίεργα ονόματα όπως "Αυτοσεβασμός", "Ειλικρίνεια", "Αγάπη", "Αλήθεια" και "Δικαιοσύνη", τους γκρεμούς και τα φαράγγια τα είχαν ονομάσει "Ιδιωτεία", "Εγωκεντρισμός", "Ψέμα" και "Αδικία". Οι δρόμοι που οδηγούσαν από τα μεν στα δε ήταν δύο, της "Αρετής" και της "Κακίας".  Σε αυτούς τους δρόμους λάμβανε χώρα, κάθε βράδυ, η μάχη ανάμεσα στους πολεμιστές και τους Στρατηγούς. Θα περίμενε κανείς να δει τα χέρια τους οπλισμένα,με παντοδύναμες και περίπλοκες μηχανές έτοιμες να σπείρουν αμείλικτα τον θάνατο από μακρυά μα κανείς δεν κράταγε όπλα ούτε είχε πληγές και αίμα δεν έρεε σε αυτό το πεδίο της μάχης.

Αυτός ο πόλεμος κρατεί για αιώνες και αν ποτέ τύχει και συναντήσεις έναν από αυτούς τους πολεμιστές μην τρομάξεις και μην τρέξεις μακρυά. Σίμωσε κοντά στην φωτιά του, κάθισε μαζί του - ακόμα και εχθροί που είσαστε θα σε καλοδεχθεί - κοίτα τον βαθιά στα μάτια με ειλικρίνεια και  ρώτησε τον την πορεία του και πώς έφτασε μέχρι εδώ. Θα δοκιμάσεις μια έκπληξη σαν σου πει πως ξεκίνησε ως άνθρωπος που κατάφερε να τραβήξει το πέπλο μπροστά από τα μάτια του ερχόμενος αντιμέτωπος με την αλήθεια. Ένας και μοναδικός δρόμος άνοιξε μπροστά του, να θυσιαστεί για να σώσει τους υπόλοιπους. Βλέπεις, για μια ιδέα, ένα ιδανικό και μια αλήθεια η θυσία είναι.....αυτονόητη.