Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Ο παραμυθάς

Πάντα ο παραμυθάς είχε ένα άγχος με τον χρόνο, μία απροσδιόριστη ανησυχία ότι οι άνθρωποι σπαταλούν τον χρόνο τους σε επαναλαμβανόμενα λάθη - ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Τους αγαπούσε τόσο' όσο να τους χαρίσει τα παραμύθια του μα τους μισούσε όταν αναπόφευκτα τον απογοήτευαν. Για αιώνες έπαιζε αυτό το παιχνίδι, ελπίζοντας ότι θα βρεθεί στον δρόμο του κάποιος που θα τον εκτιμούσε, όχι για τα παραμύθια του αλλά για αυτό που ήταν πίσω από αυτόν τον άχαρο ρόλο που είχε αναλάβει.

Ο παραμυθάς ήταν εκεί εξυπηρετώντας έναν και μόνο σκοπό. Σε αυτόν έρχονταν όλοι αυτοί που είχαν την δυνατότητα να συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους αλλά έμενε να αποδείξουν πως το θέλουν κιόλας. Ο παραμυθάς είχε την απλή αποστολή,μέσα από τις ιστορίες του, να διαπιστώσει αν οι υποψήφιοι θα επέλεγαν την αλήθεια αντί το τόσο ελκυστικό παραμύθι που θα τους διηγόταν, ένα παραμύθι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους. Έναν φθηνό συμβιβασμό. Σπάνια είχε ιδιαίτερους επισκέπτες και έκανε την δουλειά του μηχανικά και άχαρα.

Την είδε απροσδόκητα ανάμεσα σε μία σειρά φρεσκοφερμένων και γεύτηκε την ίδια αίσθηση στα χείλη του από την γνωριμία τους όπως με όλους τους άλλους. Άρχισε να αραδιάζει τα παραμύθια του, δοκιμασμένα σε τόσους και τόσους ανθρώπους, όμως δεν είχαν καμία επίδραση σε αυτήν. Μία εξαίσια ευκαιρία, σκέφτηκε, να φτιάξει καινούργια παραμύθια. Περίμενε τόσο καιρό για αυτήν την στιγμή που επιτέλους θα έβρισκε κάποιον που του έδινε την ευκαιρία να πλάσει νέες ιστορίες για να εμπλουτίσει το οπλοστάσιο του. Αξιοθαύμαστο ήταν ήδη, αλλά μία βελτίωση σίγουρα δεν βλάπτει σκέφτηκε. Είχε μέσα όλων των ειδών τις ιστορίες: αγάπης, έρωτα, θανάτου, αυτοθυσίας, αλτρουισμού, πολέμου, πόνου και κυρίως αίματος. Είχε μια έφεση ο παραμυθάς στην θυσία και όπως κάθε θυσία που σέβεται τον εαυτό της έτσι και οι δικές του είχαν μπόλικο αίμα. Δυσκολευόταν να ταυτιστεί με τους ακροατές του, δεν είχε και άδικο εδώ που τα λέμε, διότι συνήθως μέχρι να τελειώσει το παραμύθι του ή αυτοί έφευγαν σκυθρωποί στον δρόμο της συμφιλίωσης είτε εκείνος τους έβαζε στον δρόμο της φαντασίας.

Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, δεν του γέμιζε το μάτι, είχε όμως ήδη αποδείξει ότι ήταν διαφορετική. Σκέφτηκε ένα νέο παραμύθι ώστε να την δοκιμάσει. Έβαλε τα δυνατά του, έστυψε του μυαλό του και της το παρουσίασε περιμένοντας ότι αυτό θα το πιστέψει. Τότε έγινε το απροσδόκητο, αυτή τον διέκοψε κάνοντας του ερωτήσεις και ζητώντας του επεξηγήσεις. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να έχει ερωτήσεις σε ένα τέλειο παραμύθι και πώς είναι δυνατόν να διακόπτει τον παραμυθά για να τις καταθέσει; Στην αρχή απαντούσε εύκολα αλλά εκείνη συνέχιζε να τον ρωτάει για το ένα και για το άλλο και τότε αναπόφευκτα ένιωσε ότι ταυτίζεται μαζί της. ΑΝΉΚΟΥΣΤΟ. Δεν είχε κανένα νόημα να ταυτιστεί με κάποιον που είναι περαστικός και σύντομα θα πάρει τον δρόμο της συμφιλίωσης ή της φαντασίας. Δεν θυμάται ακριβώς πως το παραμύθι έγινε διάλογος.

 Οι ερωτήσεις αντικαταστάθηκαν από προτάσεις. Άρχισε να του αφηγείται πράγματα που ο παραμυθάς είχε ξεχάσει ότι υπάρχουν. Του μιλούσε για ότι δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν, για τις πιο κρυφές σκέψεις της, για το κρυφό ημερολόγιο που είχε από τον κόσμο, για τα σκίτσα που είχε σχεδιάσει και τους απόκρυφους φόβους και τις πιο γλυκές ελπίδες της. Ήταν πλέον αδύνατον για τον παραμυθά να αποφανθεί  τον δρόμο που έπρεπε να πάρει αυτός ο απροσδόκητος επισκέπτης. Έτσι λοιπόν την κράτησε μαζί του στον κόσμο των παραμυθιών ώστε να μπορεί να της μιλά.

Με τον καιρό ένιωθε και πιο ανήσυχος. Η συνήθεια είναι δύσκολο να αλλάξει, Έπρεπε να την κατηγοριοποιήσει. Τότε του είπε το πρώτο της παραμύθι, έναν φυλακισμένο παραμυθά που έφτιαχνε παραμυθένιες φυλακές ώσπου ήρθε μια νεράιδα και τον ελευθέρωσε. Του ζήτησε να διαλέξει έναν δρόμο για να ξεφύγουν από τον κόσμο των παραμυθιών. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, η αποστολή του παραμυθά έμοιαζε ανούσια, Ας αποφασίσουν κάτι και οι άνθρωποι μόνοι τους σκέφτηκε. Βούτηξαν στο πρώτο δρόμο που βρήκαν μπροστά τους.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου