Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Η Μάσκα του γέλιου

Γέλασε ξανά, με αυτόν τον μοναδικό τρόπο που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους άλλους. Είναι μερικά γέλια που βγαίνουν απευθείας μέσα από την καρδιά, αβίαστα, αληθινά και δυνατά. Του άρεσε να τα δίνει όλα όταν η παρέα έκανε ή έλεγε κάποιο αστείο καθώς πίστευε πως το γέλιο είναι θεραπευτικό και έδενε την παρέα περισσότερο. Πάντα σχολίαζε τα αστεία που έλεγαν οι άλλοι και συνήθως τους οδηγούσε σε περισσότερα γέλια, σπρωξίματα και προσπάθειες για γρήγορες ανάσες.

Σαράντα χρόνια φιλίας είχαν περάσει μεταξύ τους και όλοι είχαν δημιουργήσει οικογένειες εκτός από αυτόν. Πολλές φορές του έλεγαν "άντε να νοικοκυρευτείς και εσύ", "να γίνεις η ψυχή της φαμελιάς όπως και της παρέας" άλλες φορές του έκαναν νοητά προξενιά με υπαρκτές ή ανύπαρκτες γυναίκες για να δουν τις αντιδράσεις του και να καλαμπουρίσουν. Ήταν η ψυχή της παρέας και γι αυτό τον αγαπούσαν όλοι λίγο παραπάνω, πάντα θετικός και πάντα έτοιμος να ακούσει και να βοηθήσει τον καθένα σε όποιο πρόβλημα μπορεί να είχε.

Η παρέα σταμάτησε την ομιλία απολαμβάνοντας ένα τραγούδι που τους θύμιζε τα παλιά, έκαναν νόημα στο γκαρσόνι να τους φέρει και άλλο κρασί και βολεύτηκαν καλύτερα στις καρέκλες τους.
Κάτι τέτοιες βραδιές που έβγαινε η "αντροπαρέα" ήταν σαν να έφευγαν όλα τα χρόνια και η κούραση από πάνω τους. Σαν να ήταν πάλι φοιτητές και να έχουν όλο τον χρόνο μπροστά τους να μάθουν, να γευτούν και να ζήσουν. Πάνω στο επόμενο αστείο, πετάγεται ένας από την παρέα και του λέει ότι επιτέλους κατάλαβε γιατί έχει πάντα τόση διάθεση και γελάει τόσο αληθινά και δυνατά.  "Έχεις λιγότερες έννοιες ντε - στην ζωή - το τομάρι σου κουβαλάς μόνο". Τα μάτια του για μια στιγμή έκλεισαν, ένιωσε την αλήθεια να τον διαπερνά σαν σουβλί από άκρη σε άκρη. Ήταν η πρώτη φορά που γέλασε ψεύτικα, η πρώτη φορά στα σαράντα χρόνια φιλίας. Δεν ήθελε να χαλάσει το κέφι της παρέας για κανένα λόγο και πάντα όταν η συζήτηση σοβάρευε γύρω από το θέμα της αποκατάστασης του έβρισκε τρόπους ευγενικά να την αποφύγει.

Το υπόλοιπο της βραδιάς για αυτόν πέρασε αδιάφορα. Το μυαλό του είχε καρφωθεί σε αυτήν την φράση που άκουσε πριν. "Το τομάρι σου κουβαλάς μόνο". Γύρισε σπίτι μηχανικά, το κεφάλι του βούιζε σαν τρένο και σίγουρα δεν έφταιγε το κρασί. Ποτέ δεν ήθελε να επιβαρύνει τους φίλους του με τις σκέψεις του. Όταν ήταν μόνος, έβγαζε αυτήν την μάσκα του γέλιου και βυθιζόταν στις σκέψεις του. Έκανε τον απολογισμό του, προσπαθούσε να αναλύσει, εκ νέου, όλα αυτά που το μυαλό του δούλευε τόσα χρόνια μήπως κάτι του είχε ξεφύγει, σάμπως κάτι να μην είχε αξιολογήσει σωστά.

Μέσα στην ησυχία του έρημου σπιτιού φαντάστηκε ότι είναι γεμάτο από παιδικές φωνές και γέλια, στο βάθος μια γυναικεία φωνή να τον ρωτάει αν πέρασε καλά στην ταβέρνα. Σαστισμένος συνειδητοποίησε ότι ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει στο μάγουλο του, είχε να κλάψει πολλά χρόνια.
Στην ζωή ξεκίνησε κλαίγοντας και καταριώντας απλόχερα, τόσο πολύ που κάποια στιγμή στέρεψε το δάκρυ και του έμειναν οι κατάρες. Μετά από λίγο τελείωσαν και όλες οι κατάρες και εκτός από άνυδρος έγινε και βουβός.

Θα ήθελε να έχει κάποια σύντροφο στην ζωή του και γιατί όχι να έχει παιδιά αλλά η ζωή δεν του τα έφερε βολικά. Όσες σχέσεις και αν έκανε δεν προχώρησαν για λόγους που στους άλλους έμοιαζαν ακατανόητοι. Για αυτόν ο λόγος ήταν εμφανής, καμία δεν έκανε τον κόπο να σηκώσει αυτήν την μάσκα και να δει τι κρύβεται από κάτω. Εκτός από μία, που αυτός έδιωξε μακρυά γιατί ένιωσε ότι δεν της άξιζε. Τον μοναδικό άνθρωπο στον κόσμο που είχε πληγώσει και απογοητεύσει θέλοντας να τον προστατέψει από το σκοτάδι του.

Έχει πέσει στα γόνατα και έχει έχει παραδοθεί σε αναφιλητά, η μάσκα του γέλιου κείτεται δίπλα του τσακισμένη από την πολυκαιρία και την φθορά της χρήσης. Τον υπηρέτησε καλά τόσα χρόνια αλλά ποια δεν την χρειάζεται. Φαντάζεται ότι έτσι όπως είναι στο πάτωμα τα παιδιά του τρέχουν και πέφτουν πάνω του με ορμή για να παίξουν ενώ αυτός τα αγκαλιάζει και τα φυλάει.

Δεν είναι η ζωή που δεν του τα έφερε βολικά, είναι οι επιλογές του και το βάρος από το τομάρι που κουβαλάει τόσα χρόνια. Ανοίγει το συρτάρι και βγάζει την beretta-m9 που του άφησε ο πατέρας του όταν πέθανε πριν λίγα χρόνια. Από τότε που έδιωξε την μοναδική γυναίκα που τον καταλάβαινε έχει παραδώσει στον δικηγόρο του έναν φάκελο με γράμματα και επιθυμίες "για πάν ενδεχόμενο".

 Σκέφτεται αν έχει υποχρεώσεις και ανοικτά ζητήματα. Γελάει και τα δάκρυα του λιμνάζουν στα λακκάκια που δημιουργούνται κάτω από τα μάγουλα του.  Όλα τα ζητήματα ήταν κλειστά , όλες οι υποχρεώσεις τακτοποιημένες. Τραβώντας την σκανδάλη περνάει μια τελευταία σκέψη από το μυαλό του. "Εξάλλου .......το τομάρι μου κουβαλούσα μόνο.".



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου